Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άβρεχτος
1 εγγραφή
άβρεχτος -η -ο [ávrextos] & άβρεχος -η -ο [ávrexos] Ε5 : που δε βράχηκε, που δεν είναι βρεγμένος· στεγνός, αμούσκευτος: Tο κορμί του όλο βράχηκε και μόνο το κεφάλι του έμεινε άβρεχτο. Tρώει το παξιμάδι του άβρεχτο. Συνήθως σιδερώνει τα ρούχα άβρεχτα, χωρίς να τα ραντίσει.

[αρχ. ἄβρεκτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · α- 1 βρέχ(ω) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες