Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άβραστος -η -ο [ávrastos] Ε5 : 1.που δεν είναι βρασμένος: Nερό / γάλα άβραστο. || Άβραστα αυγά, ωμά. 2. που δεν είναι αρκετά βρασμένος: Mακαρόνια / χόρτα άβραστα. Tο κρέας έμεινε άβραστο. 3. που δεν έχει υποστεί ζύμωση: ~ μούστος.
[μσν. άβραστος < α- 1 βρασ- (βράζω) -τος]