Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άβουλος
1 εγγραφή
άβουλος -η -ο [ávulos] Ε5 : χωρίς βούληση, αποφασιστικότητα και πρωτοβουλία· διστακτικός, αναποφάσιστος: ~ άνθρωπος. Άβουλη κυβέρνηση. Άβουλη νιότη. Άβουλο όργανο / πλάσμα. Είναι ένα άτομο πολιτικά άβουλο. άβουλα ΕΠIΡΡ: Yποτάχτηκε ~ στις καινούριες συνθήκες, χωρίς τη θέλησή του, παθητικά.

[μσν. άβουλος < α- 1 βουλ(ή) 2 -ος (διαφ. το αρχ. ἄβουλος `αστόχαστος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες