Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άβουλος -η -ο [ávulos] Ε5 : χωρίς βούληση, αποφασιστικότητα και πρωτοβουλία· διστακτικός, αναποφάσιστος: ~ άνθρωπος. Άβουλη κυβέρνηση. Άβουλη νιότη. Άβουλο όργανο / πλάσμα. Είναι ένα άτομο πολιτικά άβουλο.
άβουλα ΕΠIΡΡ: Yποτάχτηκε ~ στις καινούριες συνθήκες, χωρίς τη θέλησή του, παθητικά. [μσν. άβουλος < α- 1 βουλ(ή) 2 -ος (διαφ. το αρχ. ἄβουλος `αστόχαστος΄)]