Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άβγαλτος -η -ο [ávγaltos] Ε5 : 1α.(για πργ.) που δεν τον έχουν βγάλει: Άβγαλτο καρφί. || Άβγαλτο λάδι, που δε βγήκε ύστερα από πίεση. β. που δε φύτρωσε ή δεν εμφανίστηκε ακόμη: Άβγαλτη σπορά. || Άβγαλτα γένια. || ~ ήλιος. γ. (λαϊκότρ. για ρούχα κτλ.) που δεν τον έχουν ξεβγάλει· αξέβγαλτος: Mας κόπηκε το νερό κι άφησα τα ρούχα άβγαλτα. 2α. (για πρόσ.) που δεν έχει απομακρυνθεί από κάποια περιοχή· αταξίδευτος: ~ απ΄ το χωριό του. β. που δεν έχει βγει στη ζωή, δεν έχει κοινωνική πείρα: Tη βρήκε αθώα κι άβγαλτη και την ξεγέλασε. Παριστάνει την άβγαλτη.
[α- 1 βγαλ- (βγάζω) -τος]



