Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψυχανθή τα [psixanθí] Ο (βλ. Ε10) : (βοτ.) κατηγορία η οποία περιλαμβά νει πολλές οικογένειες φυτών με άνθη που μοιάζουν με φτερά πεταλούδας.
[λόγ. < αρχ. ψυχ(ή) στη σημ.: `πεταλούδα΄ + άνθ(ος) -ή, ουδ. πληθ. του -ής απόδ. νλατ. papillionaceae]