Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Xιώτης ο [xótis] Ο10 θηλ. Xιώτισσα [xótisa] Ο27 : αυτός που κατοικεί στη Xίο ή που κατάγεται από αυτή. (έκφρ.) την έπαθα* σαν ~ / χιώτικα. ΦΡ δυο δυο πάνε οι Xιώτες / πάνε δυο δυο σαν τους Xιώτες, πειραχτικά, γι΄ αυτούς που συνήθ. πηγαίνουν δύο μαζί.
[μσν. *Χιώτης (πρβ. μσν. χιώτικος) < η Χι(ο) -ώτης· Χιώτ(ης) -ισσα]