Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Υψηλότατος
1 εγγραφή
Yψηλότατος ο [ipsilótatos] Ο20α θηλ. Yψηλοτάτη [ipsilotáti] Ο30 (χωρίς πληθ.) : ως προσηγορία πρίγκιπα.

[λόγ. υπερθ. του επιθ. υψηλός σημδ. γαλλ. Altesse (υπερθ. κατά το Mεγαλειότατος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες