Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Τυρινή
2 εγγραφές [1 - 2]
Tυρινή η [tiriní] Ο29 : η Tυροφάγος.

[μσν. Τυρινή ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. τυρινός < τυρ(ί) -ινός]

τυρίνη η [tiríni] Ο30 : (χημ.) λευκωματώδης ουσία που περιέχεται στο γάλα· καζεΐνη1.

[λόγ. τυρ(ός) -ίνη μτφρδ. γαλλ. caséine]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες