Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Σία
10 εγγραφές [1 - 10]
Σία [sía] (άκλ.) : συντομογραφημένος τύπος της λέξης Συντροφία, στον τίτλο μιας επιχείρησης, για να δηλώσει το συνέταιρο ή τους συνεταίρους οι οποίοι δεν αναφέρονται ονομαστικά: Εκδοτικός Οίκος Παπαδόπουλου και ~. (έκφρ.) …και ~, πειραχτικά για τα υπόλοιπα μέλη μιας παρέας τα οποία θεωρούμε λιγότερο σημαντικά.

[λόγ. σύντμ. της λ. Συντροφία μτφρδ. γαλλ. Cie (σύντμ. της λ. Compagnie)]

σία [sía] (άκλ.) : ναυτικό κέλευσμα που έχει τη σημασία “κάνε πίσω (με τα κουπιά)”. (έκφρ.) ~ κι αράξαμε, περιπαικτικά, για το τέλος μιας επίπονης προσπάθειας, για το τέρμα ενός κουραστικού ταξιδιού.

[βεν. sia προστ. του siar `σταματώ τη βάρκα τραβώντας προς τα πίσω τα κουπιά΄]

σιαγόνα η [siaγóna] Ο26 : 1. (λόγ.) καθένα από τα δύο οστά του προσώπου επάνω στα οποία είναι εμφυτευμένα τα δόντια· γνάθος. 2. (μτφ.) καθένα από τα δύο κινητά μέρη ενός εργαλείου ή ενός μηχανισμού που μπορούν να ανοιγοκλείνουν και να σφίγγουν κτ.: Οι σιαγόνες της τανάλιας / των φρένων.

[λόγ.: 1: αρχ. σιαγών, αιτ. -όνα· 2: σημδ. γαλλ. mâchoir]

σιάζω [sxázo] -ομαι & σιάχνω [sxáxno] -ομαι Ρ2.2 : (προφ.) φτιάχνω, κυρίως: α. τακτοποιώ, διορθώνω: Έσιαξες το κρεβάτι σου; Σιάξε τη γραβάτα σου! Πρέπει να σιαχτείς για να βγεις έξω. || ως απειλή: Θα σε σιάξω εγώ! β. βελτιώνομαι: Έσιαξε επιτέλους ο καιρός. Θα σιάξουν τα πράματα, θα βελτιωθεί η κατάσταση.

[μσν. ισιάζω < ίσι(ος) -άζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· σιά(ζω) μεταπλ. -χνω με βάση το συνοπτ. θ. σιαξ- κατά το σχ.: διωξ- (έδιωξα) - διώχνω]

σιαλογόνος -ος -ο [sialoγónos] & σιελογόνος -ος -ο [sieloγónos] Ε14 : (ανατ.) σιαλογόνοι αδένες, αδένες που εκκρίνουν το σάλιο.

[λόγ. < γαλλ. sialogène < αρχ. σίαλο(ς) + -gène = -γόνος· λόγ. κατά τον ελνστ. τ. σίελος]

σιαλόρροια η [sialória] & σιελόρροια η [sielória] Ο27 : (ιατρ.) υπερβολι κή έκκριση σάλιου που οφείλεται σε παθολογικούς λόγους.

[λόγ. < γαλλ. sialorrhé < αρχ. σίαλο(ς) + -rrhé = -ρροια· λόγ. κατά τον ελνστ. τ. σίελος]

σίαλος ο [síalos] & σίελος ο [síelos] Ο19 : (λόγ., ιατρ.) το σάλιο.

[λόγ. < αρχ. σίαλος, ελνστ. σίελος]

σιαμαίος -α -ο [siaméos] Ε4 : 1. που κατάγεται από το Σιάμ: Σιαμαία γάτα, ράτσα γάτας. 2. Σιαμαίοι αδελφοί / σιαμαία αδέλφια, ονομασία που δίνεται σε διδύμους οι οποίοι παρουσιάζουν ανωμαλία στη διάπλαση, γεννιούνται δηλαδή ενωμένοι σε κάποιο σημείο του σώματός τους. || (μτφ. και ως ουσ.) οι σιαμαίοι, συνήθ. για αχώριστους φίλους, για φίλους που εμφανίζονται σχεδόν πάντα μαζί.

[λόγ. Σιάμ -αίος μτφρδ. γαλλ. siamois, Σιάμ: λόγ. < γαλλ. Siam (από τα ινδικά)]

σιαμέζικος -η -ο [siamézikos] Ε5 : που κατάγεται από το Σιάμ: Σιαμέζικη γάτα, ράτσα γάτας.

[Σιάμ -έζικος κατά το -έζ(ος) -ικος (σύγκρ. δανέζικος) απόδ. στη δημοτ. του Σιαμαίος]

σιάξιμο το [sxáksimo] Ο50 : (προφ.) η τακτοποίηση, η διόρθωση.

[σιαξ- (σιάζω, σιάχνω) -ιμο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες