Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρώτιστα τα [prótista] Ο40 : (βιολ.) μία από τις πέντε κατηγορίες στις οποίες διακρίνει η νεότερη βιολογία τα έμβια όντα· το σύνολο των ευκαρυωτικών μονοκύτταρων οργανισμών· (πρβ. ζώο): Tο βασίλειο των πρωτίστων.
[λόγ. < νλατ. protista < ουδ. πληθ. του αρχ. επιθ. πρώτιστος]