Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μεγαλειότατος
1 εγγραφή
Mεγαλειότατος ο [meγaliótatos] Ο20α θηλ. Mεγαλειοτάτη [meγaliotáti] Ο30 (χωρίς πληθ.) : τίτλος ή προσφώνηση για βασιλιά ή αυτοκράτορα: Ο ~, ο βασιλιάς ή ο αυτοκράτορας.

[λόγ. < μσν. μεγαλειότατος `εξαιρετικός΄ (υπερθ. του αρχ. επιθ. μεγαλεῖος, δες στο μεγαλείο) σημδ. γαλλ. Majesté (θηλ.)· λόγ. θηλ. του Mεγαλειότατ(ος) -η]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες