Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Mαθουσάλας ο [maθusálas] Ο3 : για πρόσωπο που η διάρκεια της ζωής του έχει ξεπεράσει κατά πολύ τα εκατό χρόνια: Ο παππούς του ήταν ένα σπάνιο φαινόμενο Mαθουσάλα· πέθανε εκατόν δέκα χρονών.
[λόγ. < ελνστ. Μαθουσάλας < Μαθουσάλα < εβρ. Methuselah]