Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κουτρούλης
1 εγγραφή
Kουτρούλης ο [kutrúlis] Ο11 : μόνο στη ΦΡ έγινε του Kουτρούλη ο γάμος / το πανηγύρι, έγινε μεγάλη ανακατωσούρα, νταβαντούρι.

[μσν. κουτρούλης `χωρίς κέρατα, φαλακρός, κουρεμένος΄ < *κουτροτρούλης με απλολ. [trotru > tru] < κούτρ(α) -ο- + τρούλ(ος) -ης `που είναι η κούτρα του σαν τρούλος΄ (η φρ. από ομώνυμη κωμωδία του A. Ραγκαβή)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες