Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κοζάκος
1 εγγραφή
Kοζάκος ο [kozákos] Ο18 : μέλος στρατιωτικού σώματος στην τσαρική Ρωσία.

[γαλλ. cosaqu(e) -ος < ουκρανικό kozak]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες