Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ιούλης
1 εγγραφή
Iούλης ο [iúlis] Ο11 : (προφ.) Iούλιος: (Στις) 10 του Iούλη. Στο τέλος του Iούλη.

[λόγ. < μσν. Iούλης < Iούλιος (με αποφυγή της δεύτερης χασμ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες