Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ινδοευρωπαίος
1 εγγραφή
Iνδοευρωπαίος ο [inδoevropéos] Ο18 θηλ. Iνδοευρωπαία [inδoevropéa] Ο26 : μέλος της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής ομοεθνίας· (πρβ. Άριος): Οι Προέλληνες δεν ήταν Iνδοευρωπαίοι. Kοιτίδα των Iνδοευρωπαίων.

[λόγ. Iνδ(ός) -ο- + Ευρωπαίος μτφρδ. γαλλ. indo-européen ή αγγλ. Indoeuro pean· λόγ. Iνδοευρωπαί(ος) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες