Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Θερμοπύλες οι [θermopíles] Ο30 : στη ΦΡ φυλάω ~, θεωρώ υποχρέωσή μου να υπερασπιστώ κτ. με όλες μου τις δυνάμεις: Tαγμένοι να φυλάνε ~.
[λόγ. < αρχ. Θερμοπύλ(αι) -ες για προσαρμ. στη δημοτ.]