Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Εσπερία
1 εγγραφή
Εσπερία η [espería] Ο25 (χωρίς πληθ.) : (λόγ.) η δυτική Ευρώπη.

[λόγ. < ελνστ. Ἑσπερία (ενν. χθών) `δυτική χώρα΄ (για την Iταλία)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες