Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
82 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Δίας ο [δías] Ο3 (χωρίς πληθ.) : (αστρον.) ένας από τους εννέα πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο πέμπτος κατά σειρά σε απόσταση από τον ήλιο.
[λόγ. < ελνστ. Zεύς, αιτ. Δία, αρχ. σημ.: `ο θεός Δίας΄ (αρχ. για τον πλανήτη: Διός ἀστήρ `ο πλανήτης που ανήκει στο θεό Δία΄)]
- διασάλευση η [δiasálefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασαλεύω: Aπαγορεύτηκε το συλλαλητήριο λόγω κινδύνου διασάλευσης της δημόσιας τάξης. || (ιατρ.) ~ φρενών.
[λόγ. < ελνστ. διασάλευ(σις) `βίαιη κίνηση΄ -ση]
- διασαλευτής ο [δiasaleftís] Ο7 : αυτός που προκαλεί αναστάτωση, ιδίως στην έννομη τάξη.
[λόγ. διασαλεύ(ω) -τής]
- διασαλεύω [δiasalévo] -ομαι Ρ5.1 : προκαλώ αναστάτωση ιδίως στην έννομη τάξη: Συγκεντρώσεις / συλλαλητήρια / διαδηλώσεις που διασαλεύουν τη δημόσια τάξη. Yπάρχει κίνδυνος να διασαλευτεί η δημόσια τάξη.
[λόγ. < ελνστ. διασαλεύω `κινώ βίαια, προκαλώ σύγχυση΄]
- διασαφηνίζω [δiasafinízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. πιο σαφές, πιο κατανοητό: Zητώ να διασαφηνιστούν ορισμένα σκοτεινά σημεία της εγκυκλίου.
[λόγ. < αρχ. διασαφηνίζω]
- διασαφήνιση η [δiasafínisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασαφηνίζω· διασάφηση1: Οι δημοσιογράφοι ζήτησαν διασαφηνίσεις σχετικά με τις δηλώσεις του υπουργού παιδείας.
[λόγ. < μσν. διασαφήνισις < διασαφηνι- (διασαφηνίζω) -σις > -ση]
- διασαφηνιστικός -ή -ό [δiasafinistikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη διασαφήνιση· διασαφητικός: Διασαφηνιστικές ερωτήσεις / απαντήσεις.
διασαφηνιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. διασαφηνισ- (διασαφηνίζω) -τικός]
- διασάφηση η [δiasáfisi] Ο33 : 1. διασαφήνιση. 2. έγγραφο με το οποίο ζητείται η εκτελώνιση ενός εμπορεύματος.
[λόγ. < ελνστ. διασάφη(σις) -ση]
- διασαφητικός -ή -ό [δiasafitikós] Ε1 : διασαφηνιστικός: Φράση με διασαφητικό περιεχόμενο.
διασαφητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. διασαφητικός]
- διάσειση η [δiásisi] Ο33 : σύνολο λειτουργικών διαταραχών που προκαλούνται στον εγκέφαλο κυρίως από ισχυρή δόνηση και έχουν ως συμπτώματα πονοκέφαλο, αμνησία, αφασία κτλ.: ~ του εγκεφάλου. Εγκεφαλική ~. Ελαφρά / βαριά ~.
[λόγ. < ελνστ. διάσει(σις) `βίαιη κίνηση΄ -ση σημδ. αγγλ.(;) concussion]