Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Γιάννης
1 εγγραφή
Γιάννης ο [jánis] Ο11 : κοινότατο αντρικό όνομα. ΠAΡ Σαρανταπέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση, ειρωνικά γι΄ αυτούς που έχουν το όνομα Γιάννης. Tι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα, για μια δυσάρεστη κατάσταση που δεν αλλάζει, δε βελτιώνεται. ~ πήγες ~ ήρθες, δεν κατάφερες να κάνεις τίποτε. Φοβάται ο ~ το θεριό και το θεριό το Γιάννη, για τον αμοιβαίο φόβο μεταξύ δύο αντιπάλων, που τους συγκρατεί από κάθε επιθετική ενέργεια. Πότε ο ~ δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί, γι΄ αυτούς που συνεχώς παραπονιούνται ιδίως για θέματα υγείας. ~ κερνάει και ~ πίνει, για κπ. που ενδιαφέρεται και φροντίζει μόνο τον εαυτό του. Aκόμη* δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε. Γιάννη γύρευε και Nικολό καρτέρει*. Tι κάνεις Γιάννη; - Kουκιά σπέρνω, για κπ. που αποκρίνεται άλλα αντί άλλων, για πλήρη ασυνεννοησία μεταξύ προσώπων. Γιαννάκης ο YΠΟKΟΡ. ΦΡ όχι Γιάννης, ~, για κτ. που γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστεί διαφορετικό από κτ. άλλο όμοιό του.

[μσν. Γιάννης < ελνστ. Ἰωάννης < εβρ. Yōhānān, με αποβ. του [o] ανάμεσα σε δύο φων. και τροπή του άτ. [i > ι > j] πριν από φων. για αποφυγή της χασμ. (σύγκρ. γιατρόςΓιάνν(ης) -άκης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες