Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βούδας ο [vúδas] Ο2 : ως χαρακτηρισμός ανθρώπου που είναι απαθής, όπως ο Bούδας, ο ιδρυτής του βουδισμού: Tι κάθεσαι ατάραχος και με κοιτάζεις σαν ~;
[λόγ. < γαλλ. Bouddha -ς < σανσκρ. buddhah `φωτισμένος, Βούδας΄]