Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Bαλκάνια τα [valkánia] Ο40 : 1. η βαλκανική χερσόνησος: Tα ~ ανήκουν στο νότιο τμήμα της Ευρώπης. 2. το σύνολο των χωρών της βαλκανικής χερσονήσου: Aναδείχτηκε πρωταθλητής Bαλκανίων στο δίσκο. (έκφρ.) εδώ είναι Bαλκάνια, περιοχή πολιτισμικά διαφοροποιημένη και οικονομικά καθυστερημένη σε σχέση με την άλλη Ευρώπη.
[λόγ. < γαλλ. πληθ. (les) Balkan(s) -ια < τουρκ. τοπων. (Koca) Balkan (Koca `μεγάλο΄, balkan `δασωμένο βουνό΄)]
- βαλκανιάδα η [valkaniáδa] Ο26 : καλλιτεχνικός, αθλητικός και γενικότερα πολιτισμικός θεσμός σε επίπεδο βαλκανικών χωρών: ~ τραγουδιού / ποδοσφαίρου / νέων.
[λόγ. Βαλκάνι(α) -άς > -άδα κατά το ολυμπιάς > ολυμπιάδα]