Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αφροδίτη
1 εγγραφή
Aφροδίτη η [afroδíti] Ο30 : 1α.στην αρχαία ελληνική μυθολογία, η θεά της γυναικείας ομορφιάς και του έρωτα: Nαός / λατρεία της Aφροδίτης. Πάνδημος ~, που προστάτευε τις πόρνες. || (ανατ.) το όρος* της Aφροδίτης. β. άγαλμα ή παράσταση της θεάς Aφροδίτης: Στις ανασκαφές βρέθηκε ένα κεφάλι Aφροδίτης. Aναδυομένη / Kνιδία ~. ~ της Mήλου. H ~ του Πραξιτέλη. H ~ του Mποτιτσέλι. || ως χαρακτηρισμός εξαιρετικά όμορφης γυναίκας. 2. (αστρον., χωρίς πληθ.) ένας από τους εννέα πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο δεύτερος κατά σειρά σε απόσταση από τον ήλιο.

[λόγ.: 1: αρχ. Ἀφροδίτη· 2: αρχ. ὁ τῆς Ἀφροδίτης (ἀστήρ) κατά τα άλλα ον. των πλανητών (σύγκρ. Ερμής)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες