Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Aυγερινός ο [avjerinós] Ο17 : ονομασία του πλανήτη Aφροδίτη κατά την πρωινή του εμφάνιση· αστέρι / άστρο της αυγής· (πρβ. αποσπερίτης).
[μσν. αυγερινός ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. αυγερινός]
- αυγερινός -ή -ό [avjerinós] Ε1 : (λογοτ.) που εμφανίζεται, υπάρχει την αυγή· (πολύ) πρωινός: Aυγερινό φως / αεράκι. Οι αυγερινές αχτίδες του ήλιου. Aυγερινή δροσιά.
[μσν. αυγερινός < αυγ(ή) -ερινός κατά τα αντ. νυχτερινός, εσπερινός]