Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Απόκρεω
1 εγγραφή
Aπόκρεω η [apókreo] Ο (άκλ.) : (λόγ.) η Aποκριά.

[λόγ. < μσν. Aπόκρεως `Aποκριά΄ μεταπλ. με βάση τη γεν. Aπόκρεω < ελνστ. ἀπόκρεος `με αποχή από κρέας΄ μεταπλ. κατά τα αρχ. ἡδύκρεως `με γλυκό κρέας (για ζώο)΄, ελνστ. πολύκρεως `με πολλά φαγητά από κρέας΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες