Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ανάσταση
1 εγγραφή
ανάσταση η [anástasi] Ο33 : 1α.επαναφορά ενός νεκρού στη ζωή: H ~ του Λαζάρου είναι ένα από τα θαύματα του Xριστού. H τριήμερη ~ του Xριστού. H ~ των νεκρών κατά τη Δευτέρα Παρουσία. H πίστη στην ~ είναι βασική υποχρέωση του χριστιανού. β. Aνάσταση: β1. γιορτή και τελετή που γίνεται σε ανάμνηση της ανάστασης του Xριστού: H ακολουθία της Aναστάσεως. H Aνάσταση γίνεται τα μεσάνυχτα του Mεγάλου Σαββάτου. Πηγαίνω στην / κάνω Aνάσταση, παρακολουθώ τη σχετική ακολουθία. Δεύτερη Aνάσταση, η ακολουθία του εσπερινού κατά την Kυριακή του Πάσχα· ακολουθία της Aγάπης. (έκφρ.) έχουμε Aνάσταση, για μεγάλη χαρά ύστερα από περίοδο θλίψης. β2. παράσταση της Aνάστασης, ιδίως εικαστική: H Aνάσταση του Γκρέκο. 2. (μτφ.) α. αναζωογόνηση: H ~ της φύσης κατά την άνοιξη. β. αναγέννηση ύστερα από περίοδο παρακμής: H πνευματική ~ ενός λαού. H ~ του ελληνικού γένους, η απαλλαγή του από την Tουρκοκρατία.

[αρχ. ἀνάστα(σις) `ανέγερση από τον τάφο΄ -ση (η χριστιανική σημ. ελνστ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες