Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αμάλθεια
1 εγγραφή
Aμάλθεια η [amálθia] Ο27 γεν. και Aμαλθείας : μόνο στη ΦΡ το κέρας της Aμαλθείας, για αφθονία υλικών αγαθών.

[λόγ. < αρχ. Ἀμάλθεια (όν. κατσίκας ή νύμφης που θήλασε το Δία), φρ. κέρας Ἀμαλθείας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες