Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Aγιορείτης ο [ajorítis] & Aγιονορείτης ο [ajonorítis] Ο10 : μοναχός μονής του Aγίου Όρους· Aθωνίτης: ~ μοναχός.
[μσν. Aγιορείτης, Aγιονορείτης < Άγι(ο) όρ(ος), Άγιον όρ(ος) -ίτης (ορθογρ. κατά το ορεινός)]