Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αγια-
1 εγγραφή
Aγια- [aja] (άκλ.) : (προφ., λαϊκότρ.) άτονη προτακτική λέξη ως α' συνθετικό σε χαλαρά σύνθετα θηλυκά κύρια ονόματα αγίων· ακολουθείται από το ενωτικό (-)· (πρβ. Aϊ-): Aγια-Kυριακή, Aγια-Mαρίνα. || για την εκκλησία, τη γύρω περιοχή ή σε τοπωνύμια: Mένει στην Aγια-Σοφιά.

[θηλ. του ουσ. άγιος, με εξασθένιση της λ. που λειτουργεί ως πρόθημα (σύγκρ. Aϊ-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες