Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ώνυμος -η -ο [ónimos] : το ουσ. όνομα ως β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα: ομ~. || σε παραγωγή με προθήματα: αν~, επ~, συν~.
[λόγ. < αρχ. -ώνυμος (θ. συγγ. του ουσ. ὄνομα) ως β' συνθ.: αρχ. ἀν-ώνυμος (παράγωγο), ψευδ-ώνυμος, ελνστ. πατρ-ώνυμος (δες στο πατρώνυμο)]