Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *-εύω*
1 εγγραφή
-εύω [évo] -ομαι : επίθημα ρημάτων παράγωγων συνήθ.: 1. από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος κάνει, εκτελεί την ενέργεια που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (δεσμός - δεσμά) δεσμεύω· (λάθος) λαθεύω, (ταξίδι) ταξιδεύω, κάνω λάθος, κάνω ταξίδι. 2. από επίθετα ή γενικά από ονόματα που εκφράζουν ιδιότητα· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος έχει ή αποκτά τις ιδιότητες που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή ενεργεί ώστε το αντικείμενο του ρήματος να αποκτήσει αυτές τις ιδιότητες: (άγριος) αγριεύω, (βασιλιάς) βασιλεύω, (γείτονας) γειτονεύω, (νόστιμος) νοστιμεύω, (πονηρός) πονηρεύω, (σύντομος) συντομεύω, (Tούρκος) τουρκεύω. || με τη σημασία της προσωρινής αντικατάστασης: (δήμαρχος) δημαρχεύω, (πρόεδρος) προεδρεύω, (κηδεμόνας) κηδεμονεύω, (πρωθυπουργός) πρωθυπουργεύω, είμαι στη θέση του δημάρχου ή του προέδρου κτλ., αντικαθιστώ το δήμαρχο ή τον πρόεδρο κτλ.

[αρχ., ιδιαίτερα συχνό, μετουσ. ρηματ. επίθημα -εύω: αρχ. βασιλ-εύς > βασιλ-εύω, φυτ-όν > φυτ-εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες