Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -αίικο [éiko] : (οικ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν την οικογένεια ή το σπίτι, τη συνοικία ή το συνοικισμό όπου κατοικεί το πρόσωπο που αναφέρει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -άδικο 1, -ιώτικο): (Παπαχρίστου) Παπαχρισταίικο.
[< επίθημα -αί(οι)2 -ικο, ουδ. του -ικος]