Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *ώνω*
767 εγγραφές [1 - 10]
-ώνω [óno] -ομαι : επίθημα: I. για το σχηματισμό ρημάτων παράγωγων: 1. από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος κάνει, εκτελεί την ενέργεια που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (βίδα) βιδώνω, (κλειδί) κλειδώνω, (κουμπί) κουμπώνω, (λίγδα) λιγδώνω, (πληγή) πληγώνω· (θάλασσα) θαλασσώνω, (χαντάκι) χαντακώνω. 2. από επίθετα· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος αποκτά τις ιδιότητες που εκφρά ζει η πρωτότυπη λέξη ή ενεργεί ώστε το αντικείμενο του ρήματος να έχει αυτές τις ιδιότητες: (παλαβός) παλαβώνω, (αραιός) αραιώνω. II. για το μεταπλασμό στη νέα ελληνική ρημάτων σε -ώ: αναπληρώνω, δηλώνω, ελευθερώνω, κατορθώνω, στεφανώνω, υψώνω.

[ελνστ. & μσν. -ώνω μεταπλ. των αρχ. μετον. ρηματ. επιθημάτων -ννυμι (ελνστ. -ννύω), -ῶ (που προερχόταν από συναίρεση των ρ. σε -όω), με βάση το συνοπτ. θ. -ωσ-: αρχ. στρώ-ννυμι > ελνστ. στρω-ννύω > μσν. στρώνω, αρχ. ἐλευθερ(ῶ) > ελευθερ-ώνω, ἀξι(ῶ) > αξι-ώνω, ζημι(ῶ) > ζημι-ώνω κατά το σχ.: χασ- (έχασα) - χάνω, φθασ- (έφθασα) - φθάνω και επέκτ. σε νέες μετον. παραγωγές: χαντάκ(ι) -ώνω, βίδ(α) -ώνω]

αγκαθώνω [aŋgaθóno] Ρ1α : (λογοτ.) 1. αγκυλώνω με αγκάθι: Mε αγκάθωσε το τριαντάφυλλο. 2. (μτφ.) ενοχλώ, προσβάλλω με υπαινιγμούς: M΄ αγκάθωσαν τα λόγια σου.

[αγκάθ(ι) -ώνω]

αγκιστρώνω [angistróno] -ομαι Ρ1 : 1α.προσαρμόζω αγκίστρι(α) στην πετονιά. β. πιάνω στο αγκίστρι. 2. (μτφ., παθ.) γαντζώνομαι, προσκολλώμαι σε κπ., εξαρτώμαι απ΄ αυτόν.

[ελνστ. ἀγκιστρ(ῶ) -ώνω]

αγκυλώνω [angilóno] -ομαι Ρ1 : 1.(για αγκάθι, βελόνα κτλ.) τσιμπώ: Aγκυλώθηκε με την καρφίτσα. Tα γένια σου μ΄ αγκυλώνουν. 2. (μτφ.) πληγώνω: Tα λόγια σου μου αγκύλωσαν την καρδιά.

[μσν. αγκυλώνω (στη σημερ. σημ.) < αρχ. ἀγκυλ(ῶ) `λυγίζω, γωνιάζω΄ -ώνω]

αγριώνω [aγrióno] -ομαι Ρ1 : (παρωχ.) αγριεύω.

[μσν. αγριώνω < αρχ. ἀγρι(ῶ) -ώνω]

αγχώνω [aŋxóno] -ομαι Ρ1 : προκαλώ άγχος: Mη με αγχώνεις με ανύπαρκτα διλήμματα. Aγχώνεται κάποιος εύκολα. Είναι αγχωμένος με τις εξετάσεις.

[λόγ. άγχ(ος) -ώνω]

αδελφώνω [aδelfóno] -ομαι & αδερφώνω [aδerfóno] -ομαι Ρ1 : 1α.για κτ. που συντελεί στη δημιουργία αδελφικών δεσμών: H δυστυχία αδελφώνει τους ανθρώπους. Οι λαοί θα αγωνιστούν αδελφωμένοι για την ειρήνη και για την ευημερία. β. συμφιλιώνω: Δώστε τα χέρια και αδερφωθείτε. 2. (μτφ.) συνδέω δύο πράγματα σχετικά ή άσχετα μεταξύ τους: Ο λαϊκός πολιτισμός και η σύγχρονη τεχνολογία μπορούν να προχωρήσουν αδελφωμένοι. 3. (λαϊκότρ., λογοτ.) για φυτά που φυτρώνουν μαζί με παραφυάδες ή για δέντρα που τα κλαδιά τους ενώνονται: Δύο κυπαρίσσια αδερφωμένα.

[-ρφ-: αδερφ(ός) -ώνω· -λφ-: λόγ. επίδρ.]

αθωώνω [aθoóno] -ομαι Ρ1 : κρίνω ότι κάποιος είναι αθώος σχετικά με ορισμένη κατηγορία σε δικαστήριο και τον απαλλάσσω από αυτή. ANT καταδικάζω: Οι ένορκοι του αναγνώρισαν αρκετά ελαφρυντικά στοιχεία και τον αθώωσαν. Ο κατηγορούμενος αθωώθηκε κι αφέθηκε ελεύθερος.

[λόγ. < ελνστ. ἀθῳ(ῶ) -ώνω]

αιματώνω [ematóno] -ομαι Ρ1 : κάνω, προκαλώ αιμάτωση.

[λόγ. < αρχ. αἱματ(ῶ) `λερώνω με αίμα΄ -ώνω κατά τη σημ. της λ. αιμάτωση]

ακεραιώνω [akereóno] -ομαι Ρ1 : ολοκληρώνω κτ., κυρίως μτφ.: Aκεραιωμένη προσωπικότητα, που έχει ολόπλευρα αναπτυχθεί.

[λόγ. ενεργ. ακεραι(ώ) -ώνω < μσν. ακεραιούμαι < ακέραι(ος) -ούμαι]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...77   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες