Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *ώδης*
147 εγγραφές [1 - 10]
-ώδης -ώδης -ώδες [óδis] : επίθημα με λόγια προέλευση για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει ότι: 1. το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την αφθονία των στοιχείων ή συγκεντρώνει σε μεγάλο βαθμό τα στοιχεία που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (άκανθα) ακανθώδης· (θόρυβος) θορυβώδης, (θύελλα) θυελλώδης, (μυστήριο) μυστηριώδης, (σάρκα) σαρκώδης. 2. (συχνά μειωτ.) το προσδιοριζόμενο ταιριάζει σ΄ αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (νήπιο) νηπιώδης, (παιδάριο) παιδαριώδης.

[λόγ. < αρχ. επίθημα -ώδης παραγωγικό επιθέτων < θ. συγγ. του ρ. ὄζω `έχω (καλή ή κακή) μυρωδιά΄ (σύγκρ. ὀσμή) με γενίκευση της σημ.: `που μοιάζει με, που ταιριάζει΄: αρχ. λαβυρινθ-ώδης, αἱματ-ώδης, δημ-ώδης `δημοφιλής΄, ελνστ. βολβ-ώδης]

αγχώδης -ης -ες [aŋxóδis] Ε11 : που χαρακτηρίζεται από άγχος. α. (για πρόσ.) που συχνά έχει άγχος: ~ άνθρωπος / τύπος. β. αγχωτικόςα: ~ επο χή. Ο ~ ρυθμός της ζωής.

[λόγ. άγχ(ος) -ώδης μτφρδ. γαλλ. angoisseux]

αγωνιώδης -ης -ες [aγonióδis] Ε11 : που χαρακτηρίζεται από αγωνία και ιδίως την προκαλεί: ~ προσπάθεια / καταδίωξη / αναμονή. Aγωνιώδεις εκκλήσεις / παρακλήσεις / στιγμές. Tα αγωνιώδη προβλήματα / ερωτήματα της εποχής μας. αγωνιωδώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αγωνί(α) -ώδης μτφρδ. γαλλ. an xieux· λόγ. αγωνιώδ(ης) -ώς]

αεριώδης -ης -ες [aerióδis] Ε11 : (λόγ.) που έχει τη μορφή ή τη σύσταση αερίου· αέριος: ~ κατάσταση.

[λόγ. αέρι(ον) -ώδης μτφρδ. γαλλ. gazeux]

αερώδης -ης -ες [aeróδis] Ε11 : που μοιάζει με αέρα· αέριος: ~ κατάσταση.

[λόγ. < ελνστ. ἀερώδης]

αιματώδης -ης -ες [ematóδis] Ε11 : (λόγ.) 1. (ιατρ.) α. που περιέχει πολύ αίμα: ~ κύστη. β. ζωηρός, ευέξαπτος: ~ τύπος. ~ κράση. 2. (σπάν.) που μοιάζει με αίμα.

[λόγ.: 2: αρχ. αἱματώδης· 1: σημδ. γαλλ. sanguin]

αιτιώδης -ης -ες [etióδis] Ε11 : που χαρακτηρίζεται από αιτιότητα· αιτιακός: Yπάρχει ~ σχέση ανάμεσα στο κάπνισμα και τον καρκίνο. || (φιλοσ.): ~ λόγος / εξήγηση. || (νομ.): ~ συνάφεια / δικαιοπραξία.

[λόγ. < ελνστ. αἰτιώδης]

ακανθώδης -ης -ες [akanθóδis] Ε11 : 1.(λόγ.) αγκαθωτός. 2. (μτφ.) που παρουσιάζει αιχμές, δύσκολα σημεία στα οποία πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή, για να μη δημιουργηθούν αντιδράσεις: Aποφύγαμε να θίξουμε το ακανθώδες ζήτημα των οικονομικών μας απαιτήσεων. || ~ πορεία / δρόμος, διαδικασία που παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, πολλά εμπόδια.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀκανθώδης· 2: σημδ. γαλλ. épineux]

αλματώδης -ης -ες [almatóδis] Ε11 : για κτ. που εξελίσσεται με ταχύτατο ρυθμό, που κάνει άλματα· ραγδαίοςβ: H ανάπτυξη του τουρισμού ήταν ~ κατά τις τελευταίες δεκαετίες. H υγεία του παρουσίασε αλματώδη βελτίωση / επιδείνωση. H αύξηση των τιμών δε συγκρατείται, είναι ~. H επιστήμη έκανε αλματώδεις προόδους τον εικοστό αιώνα. αλματωδώς ΕΠIΡΡ: H βιομηχανία εξελίσσεται ~.

[λόγ. αλματ- (άλμα) -ώδης μτφρδ. αγγλ.(;) by leaps and bounds· λόγ. αλματώδ(ης) -ώς]

αμμοαργιλώδης -ης -ες [amoarjilóδis] Ε11 : (για πετρώματα ή εδάφη) που αποτελείται από άμμο και άργιλο.

[λόγ. αμμο- + αργιλώδης]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...15   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες