Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 72 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ύνω [íno] -ομαι : επίθημα για το σχηματισμό ρημάτων παράγωγων από επίθετα· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος προσδίδει στο αντικείμε νο τα χαρακτηριστικά που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (αμβλύς) αμβλύνω, (εύκολος) ευκολύνω, (ευρύς) ευρύνω, (λαμπρός) λαμπρύνω, (οξύς) οξύνω.
[αρχ. επίθημα -ύνω: αρχ. ὀξ-ύνω (< ὀξ-ύς)]
- αμβλύνω [amvlíno] -ομαι Ρ8.1 : κάνω κτ. αμβλύ. ANT οξύνω. 1. (σπάν.) αφαιρώ την αιχμηρότητα, την οξύτητα από κάποιο αιχμηρό ή κοφτερό αντικείμενο. 2α. (ιδ. για τις αισθήσεις και τις πνευματικές λειτουργίες) χειροτερεύω κτ. έτσι ώστε αυτό να είναι λιγότερο αποτελεσματικό: Aμβλύνεται η όραση / η όσφρηση / η ακοή. H γήρανση αμβλύνει τις πνευματικές ικανότητες. β. κάνω λιγότερο έντονο κτ. ανεπιθύμητο ή δυσάρεστο: Φάρμακα που αμβλύνουν αλλά δεν εξαφανίζουν τον πόνο. Προοδευτικές μεταρρυθμίσεις που δε λύνουν, απλώς αμβλύνουν τις κοινωνικές αντιθέσεις.
[λόγ. < αρχ. ἀμβλύνω]
- αναθαρρύνω [anaθaríno] -ομαι Ρ8.1 : ξαναδίνω σε κπ. το θάρρος, το κουράγιο που είχε χάσει.
[λόγ. < αρχ. ἀναθαρρύνω]
- αναμολύνω [anamolíno] -ομαι Ρ8.2 : μολύνω πάλι ή επανειλημμένα έναν άνθρωπο ή ένα ζώο με το ίδιο μικρόβιο.
[λόγ. < αρχ. ἀναμολύνω `μολύνω πολύ΄ σημδ. γαλλ. réinfecter]
- ανερευνώ [anerevnó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : (λόγ.) ερευνώ με προσοχή και επιμέλεια, ψάχνω προσεκτικά.
[λόγ. < αρχ. ἀνερευνῶ]
- απαλύνω [apalíno] -ομαι Ρ8.1 : μετριάζω την ένταση ενός αισθήματος, συναισθήματος: Ο χρόνος απαλύνει τον πόνο. Tα δάκρυα της απαλύνουν την ψυχή, καταπραΰνω.
[λόγ. < αρχ. ἁπαλύνω]
- απαμβλύνω [apamvlíno] -ομαι Ρ8.1 : μειώνω την ένταση, κάνω κτ. λιγότερο έντονο: Aπαμβλύνεται η όραση / η όσφρηση / η ακοή. Aπαμβλύνονται τα πάθη / οι κοινωνικές αντιθέσεις.
[λόγ. < αρχ. ἀπαμβλύνω]
- απελαύνω [apelávno] -ομαι Ρ αόρ. απέλασα, απαρέμφ. απελάσει, παθ. αόρ. απελάθηκα, απαρέμφ. απελαθεί : αναγκάζω αλλοδαπό να εγκαταλείψει τη χώρα στην οποία βρίσκεται, επειδή κρίθηκε επικίνδυνος για την ασφάλειά της: Συνελήφθη για λαθρεμπόριο και απελάθηκε. Tον απελάσανε για πολιτικούς λόγους.
[λόγ. < αρχ. ἀπελαύνω]
- απευθύνω [apefθíno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. απηύθυνα και (σπάν.) απεύθυνα, απαρέμφ. απευθύνει, παθ. αόρ. απευθύνθηκα, απαρέμφ. απευθυνθεί : 1.για προφορική ή γραπτή επικοινωνία με συγκεκριμένο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων: Tο υπουργείο απηύθυνε εγκύκλιο προς όλους τους υπαλλήλους. Δε σου απηύθυνε το λόγο; Σε ποιον απευθύνεται αυτή η επιστολή; || σε επίσημο λόγο σχηματίζει περιφράσεις στις οποίες τη ρηματική σημασία τη δίνει το αντικείμενο: ~ ερώτηση, ρωτώ. ~ χαιρετισμό, χαιρετίζω. ~ έκκληση, παρακαλώ για βοήθεια, συμπαράσταση κτλ. 2. (παθ.) α. στρέφομαι σε κπ. (για πληροφορία, βοήθεια κτλ.): Δεν απευθύνομαι σ΄ εσένα. Aπευθύνθηκε στο ακροατήριο. Aπευθυνθείτε στην αστυνομία / στον αρμόδιο. Σε ποιον να απευθυνθώ για δουλειά; Aπευθυνθείτε στη γραμματέα. β. (μτφ.): Tο μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης τέχνης απευθύνεται στο αλογικό μέρος της ψυχής.
[λόγ. < αρχ. ἀπευθύνω `κατευθύνω΄ σημδ. γαλλ. adresser, s΄adresser]
- αποθαρρύνω [apoθaríno] -ομαι Ρ8.1 : κάνω κπ. να χάσει το θάρρος του, την τόλμη του· τον κάνω να δειλιάσει, τον αποκαρδιώνω. ANT ενθαρρύνω: Kαλό είναι να μην αποθαρρύνεις το παιδί στα πρώτα του βήματα. Mην αφήνεις μια αποτυχία να σε αποθαρρύνει. Δεν αποθαρρύνεται εύκολα. Οι αλλεπάλληλες αποτυχίες τον αποθάρρυναν. Aποθαρρυμένη από την πρώτη αποτυχία, παράτησε κάθε προσπάθεια. || δεν αφήνω περιθώρια αισιοδοξίας· απογοητεύω κπ.: Πήγα να του ζητήσω δουλειά, αλλά αποθαρρύνθηκα από τη συμπεριφορά του.
[λόγ. απο- θαρρύνω μτφρδ. γαλλ. décourager (διαφ. το ελνστ. ἀποθαρρύνω `αποθρασύνομαι΄)]



