Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *ψωρο*
9 εγγραφές [1 - 9]
ψωρο- 1 [psoro] & ψωρ- [psor], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (ιατρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στην ασθένεια της ψωρίασης: ψωρεντερία, ~σπερμίαση, ψωροφθαλμία.

[λόγ. < ελνστ. ψω ρ(ο)- θ. του αρχ. ουσ. ψώρ(α) -ο- ως α' συνθ.: ελνστ. ψωρ-οφθαλμία]

ψωρο- 2 : α' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά και επίθετα. 1. χαρακτηρίζει μειωτικά και περιφρονητικά αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~λιοντάρι, ~χιλιάρικο. 2. (σε σύνθετα επίθετα) επιτείνει τη μειωτική σημασία του β' συνθετικού: ~κακόμοιρος, ~περήφανος, ~φαντασμένος. 3. με υποκοριστική θετική σημασία: ~φιλότιμο.

[θ. του ουσ. ψώρ(α) -ο-]

ψωροκακόμοιρος -η -ο [psorokakómiros] Ε5 : (μειωτ., συνήθ. για πρόσ.) που μας προκαλεί συναισθήματα λύπησης για τη φτώχεια, τη δυστυχία του κτλ., αλλά και κάποια συναισθήματα αποστροφής για την παντελή έλλειψη αξιοπρέπειας, αυτοσεβασμού κτλ.: Είχε πάρει ένα ψωροκακόμοιρο ύφος που μου ΄φερνε αηδία περισσότερο παρά λύπηση.

[ψωρο- 2 + κακόμοιρος]

ψωροκώσταινα η [psorokóstena] Ο27α : μειωτική ή περιπαιχτική προσωνυμία του νεοελληνικού κράτους, η οποία αναφέρεται σε χρόνιες αδυναμίες ανάπτυξής του (οικονομική φτώχεια, ανοργανωσιά, κτλ.): Tι λες, θα γίνει ποτέ κράτος η ~; Στο ιδανικό της ψωροκώσταινας αντιπαρέθεσαν τη Mεγάλη Iδέα.

[ψωρο- 2 + Κώσταινα, θηλ. του Kώστας]

ψωροπερηφάνια η [psoroperifána] Ο25α : η ιδιότητα και η συμπεριφορά του ψωροπερήφανου· η κακώς εννοούμενη περηφάνια· ξιπασιά: Aπό ~ και μόνο αρνήθηκε τη βοήθεια των φίλων του. Άσε τις ψωροπερηφάνιες και πήγαινε να ζητήσεις συγγνώμη. Aφήστε τις ψωροπερηφάνιες! δεν είναι σπουδαία πράγματα αυτά για να μη μιλάτε.

[ψωρο- 2 + περηφάνια]

ψωροπερήφανος -η -ο [psoroperífanos] Ε5 : (μειωτ., για πρόσ.) που, με την όλη συμπεριφορά του ή με μια συγκεκριμένη ενέργειά του, δείχνει περηφάνια σε περιπτώσεις που δε θα έπρεπε (γιατί είναι πολύ φτωχός ή γιατί η μεγάλη ιδέα που έχει για τον εαυτό του δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα)· ξιπασμένος: Ψωροπερήφανη και ακατάδεχτη γυναί κα. || (ως ουσ.): Tον ψωροπερήφανο! ακόμη και του αδελφού του τη βοήθεια αρνήθηκε.

[ψωρο- 2 + περήφανος]

ψωροφιλότιμο το [psorofilótimo] Ο41 : υπερβολικό φιλότιμο, ακόμη και για επουσιώδη πράγματα (για διάθεση ειρωνείας ή συμπάθειας από μέρους του ομιλητή): Tο ~ του Έλληνα. M΄ έπιασε το ~ και του ΄κανα τη χάρη. Εκμεταλλεύτηκε το ψωροφιλότιμό μου.

[ψωρο- 2 + φιλότιμο]

ψωροφιλότιμος -η -ο [psorofilótimos] Ε5 : (ειρ., για πρόσ.) που, με την όλη συμπεριφορά του ή με μια συγκεκριμένη ενέργειά του, δείχνει υπερβολικό φιλότιμο, ακόμη και για επουσιώδη πράγματα: Δεν είναι αφελής· ~ είναι.

[ψωρο- 2 + φιλότιμος]

ψωροφύτης ο [psorofítis] Ο10 : (ιατρ.) παιδική δερματική ασθένεια.

[ψωρο- 1 + σφαλερό -φύτης (< φυτ(όν) -ης) αντί -φυτον (δες στο -φυτα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες