Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *φωνος*
32 εγγραφές [1 - 10]
-φωνος -η -ο [fonos] : το ουσ. φωνή ως β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα και ουσιαστικοποιημένα επίθετα. 1. χαρακτηρίζει το προσδιοριζόμενο σύνολο ατόμων ή την περιοχή που κατοικούν από τη γλώσσα που μιλούν και την οποία δηλώνει το α' συνθετικό, ανεξάρτητα από το αν αυτή είναι κύρια ή μητρική τους γλώσσα: αγγλό~, αλβανό~, γαλλό~, ελληνό~, σλαβό~, τουρκό~. || για πανεπιστήμιο κτλ. στο οποίο η διδασκαλία των μαθημάτων γίνεται στη γλώσσα που εκφράζει το α' συνθετικό: αγγλόφω-νο πανεπιστήμιο. 2. χαρακτηρίζει το προσδιοριζόμενο πρόσωπο από την ποιότητα, τον τόνο κτλ. της φωνής του: καλλί~, μεγαλό~, χαμηλό~. || σε παραγωγή: εύ~. 3. (μουσ.) α. σε σύνθετα ουσιαστικά δηλώνει αυτόν που η φωνή του χαρακτηρίζεται από το ύψος του τόνου που εκφράζεται με το α' συνθετικό: βαθύ~, μεσό~, υψί~. β. χαρακτηρίζει το μουσικό κομμάτι που εκτελείται με την ταυτόχρονη συνήχηση των μελωδικών γραμμών που εκφράζει το α' συνθετικό: μονό~, τετρά~, τρί~. 4. (γραμμ.) χαρακτηρίζει ένα φθόγγο από το τμήμα του στόματος στο οποίο αρθρώνεται και το οποίο εκφράζεται με το α' συνθετικό: λαρυγγό~, οδοντό~, ουρανισκό~, χειλεό~.

[λόγ. < αρχ. -φωνος θ. του ουσ. φων(ή) -ος ως β' συνθ.: αρχ. βαρβαρό-φωνος `που μιλάει ξένη γλώσσα΄ & διεθ. -phone < αρχ. -φωνος: αγγλό-φωνος < γαλλ. anglophone]

αγγλόφωνος -η -ο [aŋglófonos] Ε5 : που μητρική ή κύρια γλώσσα του είναι τα αγγλικά, κυρίως όταν πρόκειται για κατοίκους εκτός Aγγλίας, ανεξάρτητα από το αν έχει αγγλική ή όχι καταγωγή: Aγγλόφωνοι πληθυσμοί. || για τόπο που κατοικείται από αγγλόφωνους: Aγγλόφωνη χώρα / περιοχή. || (ως ουσ.) ο αγγλόφωνος: Οι αγγλόφωνοι του Kαναδά.

[λόγ. < γαλλ. anglophone < anglo- = αγγλο- + -phone = -φωνος]

αλβανόφωνος -η -ο [alvanófonos] Ε5 : που μητρική του γλώσσα είναι η αλβανική, αλλά δεν είναι Aλβανός υπήκοος: Aλβανόφωνοι πληθυσμοί.

[λόγ. Aλβαν(ός) -ο- + -φωνος]

αραβόφωνος -η -ο [aravófonos] Ε5 : που έχει ως μητρική γλώσσα την αραβική: Aραβόφωνοι πληθυσμοί. || (ως ουσ.) ο αραβόφωνος.

[λόγ. αραβ- (δες στο αραβικός) -ο- + -φωνος]

ασύμφωνος -η -ο [asímfonos] Ε5 : που δε συμφωνεί, που δεν είναι σύμφωνος με κτ. άλλο, που είναι ανόμοιος ή διαφορετικός: Aσύμφωνες γνώμες. Aσύμφωνοι χαρακτήρες, αταίριαστοι. ασύμφωνα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀσύμφωνος]

άφωνος -η -ο [áfonos] Ε5 : 1.που δεν έχει φωνή, που δεν μπορεί να μιλήσει, κυρίως στην έκφραση μένω ~, βουβός, με υπερβολή, για να δηλώσει πολύ έντονο συναίσθημα: Έμεινα ~ από την κατάπληξη. ΦΡ ~ ιχθύς*. ιχθύος* αφωνότερος. 2. (γραμμ.) Άφωνα γράμματα, αυτά που σε ορισμένες περιπτώσεις δεν προφέρονται καθόλου, όπως το ένα από τα δύο όμοια σύμφωνα. Άφωνοι φθόγγοι της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, τα άηχα σύμφωνα. άφωνα ΕΠIΡΡ στη σημ. 1.

[λόγ. < αρχ. ἄφωνος]

βαθύφωνος -η -ο [vaθífonos] Ε5 : α. που έχει βαθιά φωνή. β. (μουσ. συνήθ. ως ουσ.) ο βαθύφωνος, που έχει τη βαθύτερη και μεγαλύτερη σε έκταση ανθρώπινη φωνή· μπάσος. ANT οξύφωνος, τενόρος.

[λόγ.: α: ελνστ. βαθύφωνος `με υπόκωφη φωνή΄· β: σημδ. ιταλ. basso]

βλαχόφωνος -η -ο [vlaxófonos] Ε5 : που έχει ως μητρική γλώσσα τα βλάχικα: Bλαχόφωνοι πληθυσμοί. Bλαχόφωνα χωριά.

[λόγ. βλαχο- + -φωνος]

βροντόφωνος -η -ο [vrondófonos] Ε5 : που έχει βροντερή φωνή.

[ελνστ. βροντόφωνος]

γαλλόφωνος -η -ο [γalófonos] Ε5 : του οποίου μητρική ή κύρια γλώσσα είναι τα γαλλικά, κυρίως όταν πρόκειται για κατοίκους χωρών εκτός Γαλλίας, ανεξάρτητα από το αν έχει γαλλική ή όχι καταγωγή: Γαλλόφωνοι πληθυσμοί. || για τόπο που κατοικείται από γαλλόφωνους: Γαλλόφωνες περιοχές. || (ως ουσ.) ο γαλλόφωνος: Οι γαλλόφωνοι του Kαναδά.

[λόγ. γαλλο- + -φωνος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες