Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *φωνία*
24 εγγραφές [1 - 10]
-φωνία [fonía] : β' συνθετικό σε παρασύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· συνήθ. δηλώνει: 1. (μουσ.) α. τη χαρακτηριστική ιδιότητα της φωνής που συνεπάγεται το αντίστοιχο ουσιαστικό σε -φωνος3: βαθυ~, μεσο~. β. το μουσικό κομμάτι που εκτελείται με την ταυτόχρονη συνήχηση των μελωδικών γραμμών που εκφράζει το α' συνθετικό: μονο~, δι~, τετρα~. 2. επικοινωνία με το αντίστοιχο μέσο σε -φωνο: ραδιο~, τηλε~. 3. σε παραγω γή με προθήματα: δια~, παρα~, συμ~.

[λόγ. < αρχ. -φωνία < -φων(ῶ) -ία ως β' συνθ.: αρχ. δια-φωνία, συμ-φωνία `αρμονία ήχων΄ & διεθ. -phonia < αρχ. -φωνία: ορθο-φωνία, ραδιο-φωνία < γαλλ. orthophonie, radiophonie]

αντιφωνία η [andifonía] Ο25 : στη βυζαντινή μουσική, η εκτέλεση του ίδιου μέλους από δύο εκκλησιαστικούς χορούς, από το δεξιό και τον αριστερό, που ψάλλουν εναλλάξ.

[λόγ. < ιταλ. antifonia (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἀντιφωνία `διχόνοια΄, παρανόηση εξαιτίας των αντιφωνώ, αντίφωνο]

ασυμφωνία η [asimfonía] Ο25 : έλλειψη συμφωνίας, διαφωνία, αντίθεση ή ανομοιότητα: Mε τη συζήτηση διαπιστώθηκε πλήρης ~. ~ των λόγων με τις πράξεις. (έκφρ.) ~ χαρακτήρων, πλήρης αντίθεση απόψεων μεταξύ ατόμων: Διάλυση του αρραβώνα λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων.

[λόγ. < αρχ. ἀσυμφωνία]

αφωνία η [afonía] Ο25 : η ιδιότητα του άφωνου. || (ιατρ.) μόνιμη ή παροδική πλήρης απώλεια της φωνής.

[λόγ. < αρχ. ἀφωνία]

διαφωνία η [δiafonía] Ο25 : 1. η διαφορά απόψεων που υπάρχει για ένα συγκεκριμένο ζήτημα, ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα άτομα. ANT συμφωνία1: Yπάρχουν σοβαρές διαφωνίες ως προς την εισοδηματική πολιτική. Διατύπωσε δημόσια τη ~ του και παραιτήθηκε. ~ ανακριτή και εισαγγελέα για το θέμα της προφυλάκισης του κατηγορουμένου. Δεν έχω καμιά ~ σε όσα λες, συμφωνώ απόλυτα. || η αντίθεση ή η διένεξη που προκαλεί η ύπαρξη διαφορετικών απόψεων: Έχουν συνεχώς διαφωνίες (μεταξύ τους). 2α. (μουσ.) στην αρχαία ελληνική μουσική, η συνήχηση δύο φθόγγων που παράγει ένα δυσάρεστο ηχητικό αποτέλεσμα. ANT συμφωνία13. β. (τεχν.) η εμφάνιση του σήματος ενός τηλεπικοινωνιακού κυκλώματος και σε άλλα γειτονικά, με αποτέλεσμα την κακή λειτουργία του κυκλώματος.

[λόγ. < αρχ. διαφωνία]

διφωνία η [δifonía] Ο25 : (μουσ.) εκτέλεση μουσικού κομματιού με δύο φωνές.

[λόγ. δίφων(ος) -ία μτφρδ. γερμ. Zweistimmigkeit]

ευφωνία η [efonía] Ο25 : (γραμμ.) το ευχάριστο ακουστικό αίσθημα που προέρχεται από την αρμονική αλληλουχία των φθόγγων ανάμεσα στις συλλαβές μιας λέξης ή ανάμεσα στις λέξεις μιας φράσης, η αποφυγή χασμωδίας. ANT κακοφωνία. (λόγ. έκφρ.) χάριν ευφωνίας, για ευφωνία: Στη λέξη “αγέρας” έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στα [a] και [e] ένα [j] χάριν ευφωνίας.

[λόγ. < ελνστ. εὐφωνία `αρμονικός λόγος΄, αρχ. σημ.: `καλή ποιότητα φωνής΄ σημδ. γαλλ. euphonie (στη νέα σημ.) < υστλατ. euphonia `γλυκύτητα προφοράς΄ < ελνστ. εὐφωνία]

κακοφωνία η [kakofonía] Ο25 : δυσαρμονία ήχων. ANT ευφωνία: Tα πολλά και συνεχή σύμφωνα σε μια λέξη δημιουργούν ~.

[λόγ. < ελνστ. κακοφωνία]

καλλιφωνία η [kalifonía] Ο25 : η ιδιότητα αυτού που είναι καλλίφωνος.

[λόγ. < ελνστ. καλλιφωνία]

μονοφωνία η [monofonía] Ο25 : μουσική σύνθεση με μία μόνο μελωδική γραμμή και με δυνατότητα μιας υποτυπώδους συνοδείας. || (επέκτ.) όλη η περιοχή της μουσικής που έχει αυτή τη σύσταση. ANT πολυφωνία.

[λόγ. < αγγλ. monophony < mono- = μονο- + αρχ. φων(ή) -y = -ία (πρβ. μσν. μονοφωνία `άκουσμα μόνο ενός δυνατού ήχου΄)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες