Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *φυής*
9 εγγραφές [1 - 9]
-φυής -ής -ές [fiís] : β' συνθετικό συνήθ. σε λόγιες ή επιστημονικές λέξεις· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: 1. είναι από τη φύση του αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: ιδιο~, μεγαλο~. || σε παραγωγή: ευ~. 2. (επιστ.) φυτρώνει στον τόπο ή με τον τρόπο που εκφράζει το α' συνθετικό: λιμνο~, ποταμο~· αυτο~. || ελαιοφυής, που είναι κατάφυτος από ελιές.

[λόγ. < αρχ. -φυής (θ. συγγ. του ρ. φύομαι) ως β' συνθ.: αρχ. νανο-φυής `με σώμα νάνου΄, ελνστ. λιμνο-φυής `γεννημένος σε έλος΄, κερατο-φυής `που αναπτύσσει κέρατα΄, μεγαλο-φυής]

αυτοφυής -ής -ές [aftofiís] Ε10 : α.(για φυτά) που φυτρώνει μόνος του, χωρίς να τον φυτέψουν ή να τον σπείρουν: Aυτοφυή δάση / άνθη. β. (φυσ., για μέταλλα ή αμέταλλα στοιχεία) που υπάρχουν στη φύση σε στοιχειακή κατάσταση ως ορυκτά: Xρυσός ~.

[λόγ. < αρχ. αὐτοφυής]

διφυής -ής -ές [δifiís] Ε10 : 1. που έχει διπλή φύση ή υπόσταση· δισυπόστατος: Ο Kένταυρος / ο Παν ήταν διφυές ον, είχε μορφή ανθρώπου και ζώου. 2. που αποτελείται από δύο όμοια μέρη: (ιατρ.) ~ μήτρα.

[λόγ. < αρχ. διφυής]

ευφυής -ής -ές [efiís] Ε10 : ΣYN έξυπνος. 1α. για πρόσωπο που έχει μεγάλες νοητικές ικανότητες, που έχει ευφυΐα: Είναι πολύ ~. Είναι ένα ευφυέστατο παιδί. Δεν είναι ιδιαίτερα ~, ειρωνικά, για κπ. που είναι πολύ κουτός. Εσύ, ένας ~ άνθρωπος, πώς έπεσες θύμα αυτού του απατεώνα; β. για κτ. που ανήκει ή που ταιριάζει σε έναν ευφυή άνθρωπο ή που προέρχεται από αυτόν. ANT βλακώδηςα: Έχει ένα ευφυές βλέμμα / πρόσωπο. Mια ~ ιδέα / σύλληψη. Ένα ευφυές σχέδιο. 2. για ζώο που έχει σχετικά αναπτυγμένη αντίληψη, μνήμη και ικανότητα επικοινωνίας με τον άνθρωπο. (λόγ.) ευφυώς ΕΠIΡΡ: ~ έπραξε, όταν αρνήθηκε τη συμμετοχή.

[λόγ. < αρχ. εὐφυής, εὐφυῶς]

ιδιοφυής -ής -ές [iδiofiís] Ε10 : α. (για πρόσ.) που έχει από τη φύση του κάποια εξαιρετική νοητική ικανότητα σε μια τέχνη, επιστήμη κτλ.· (πρβ. μεγαλοφυής): ~ καλλιτέχνης / μαθηματικός / πολιτικός. β. για ό,τι είναι αποτέλεσμα μιας εξαιρετικής νοητικής ικανότητας: ~ σκέψη / λύση. Iδιοφυές σχέδιο.

[λόγ. < ελνστ. ἰδιοφυής `που έχει ιδιαίτερο φυσικό΄]

λεπτοφυής -ής -ές [leptofiís] Ε10 : που έχει λεπτή φυσική κατασκευή: Λεπτοφυές σώμα.

[λόγ. < ελνστ. λεπτοφυής]

μεγαλοφυής -ής -ές [meγalofiís] Ε10 : α. (για πρόσ.) που τον χαρακτηρίζει κάποια εξαιρετική, πνευματική ικανότητα· (πρβ. ιδιοφυής): ~ στρατηγός / εφευρέτης / καλλιτέχνης. β. για ανθρώπινη ενέργεια που είναι αποτέλεσμα εξαιρετικής πνευματικής ικανότητας: ~ ιδέα / σκέψη. Mεγαλοφυές σχέδιο / τέχνασμα. μεγαλοφυώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. μεγαλοφυής· λόγ. < ελνστ. μεγαλοφυῶς]

πετροφυής -ής -ές [petrofiís] Ε10 : (λόγ.) για φυτό που αναπτύσσεται σε πετρώδη εδάφη.

[λόγ. < ελνστ. πετροφυής]

συμφυής -ής -ές [simfiís] Ε10 : 1.(βοτ.) που φυτρώνει μαζί με κτ. άλλο: Συμφυείς βλαστοί. 2. (λόγ., μτφ.) α. που δημιουργείται μαζί με κτ. άλλο· σύμφυτος: Tάσεις και συναισθήματα είναι βιώματα συμφυή. β. που υπάρχει εκ φύσεως· έμφυτος, σύμφυτος: H κοινωνικότητα είναι ~ στον άνθρωπο.

[λόγ. < αρχ. συμφυής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες