Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *φέρνω*
20 εγγραφές [1 - 10]
-φέρνω 1 [férno] : (προφ.) β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα, με υποκοριστι κή σημασία· συνήθ. δηλώνει ότι το υποκείμενο της πρότασης έχει την τά ση να ενεργεί, να συμπεριφέρεται με τον τρόπο που υπαινίσσεται το α' συνθετικό ή τείνει να έχει τις ιδιότητες που συνεπάγεται το α' συνθετικό: αγαθο~, γυναικο~, μεγαλο~, ξενο~, σοβαρο~, χωριατο~.

[< -φέρνω 2]

-φέρνω 2 : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα με τη σημασία του ρήματος φέρνω προσδιορισμένη από το α' συνθετικό: ξανα~, πολυ~, γυρο~.

[< ρ. φέρνω ως β' συνθ.]

αγαθοφέρνω [aγaθoférno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. αγαθόφερνα : συμπεριφέρομαι σαν αγαθιάρης, δίνω την εντύπωση του κουτού, του αφελή.

[αγαθο- + -φέρνω 1]

αγοροφέρνω [aγoroférno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. αγορόφερνα : (για κορίτσι) συμπεριφέρομαι, μοιάζω σαν αγόρι.

[αγόρ(ι) -ο- + -φέρνω 1]

αγριοφέρνω [aγrioférno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. αγριόφερνα : φαίνομαι άγριος, σκληρός δηλαδή και συνήθ. επιθετικός, ή συμπεριφέρομαι με αντίστοιχο τρόπο.

[αγριο- + -φέρνω 1]

βλακοφέρνω [vlakoférno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. βλακόφερνα : είμαι λίγο βλάκας.

[λόγ. βλακ- (δες βλάκας) -ο- + -φέρνω 1]

γυναικοφέρνω [jinekoférno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. γυναικόφερνα : κυρίως για άντρα, συμπεριφέρομαι σαν γυναίκα, έχω γυναικείους τρόπους και φερσίματα, μιμούμαι τις γυναίκες στην εμφάνιση, στη στάση, στο βάδισμα, στη φωνή· γυναικίζω.

[γυναικο- + -φέρνω 1]

γυροφέρνω [jiroférno] Ρ (βλ. φέρνω) πρτ. και γυρόφερνα, αόρ. και γυρόφερα : (οικ.) 1. περιφέρομαι, τριγυρίζω: Δεν έχει δουλειά και κάθε μέρα γυροφέρνει στην αγορά. || Mέρες τώρα το ~ στο μυαλό μου, για κτ. που με απασχολεί. 2. πολιορκώ κπ. για να πετύχω κτ., αποσκοπώντας σε κτ.: Πολλοί τη γυροφέρνουν. || Mε γυροφέρνει η γρίπη, αισθάνομαι τα πρώτα συμπτώματα.

[γυρο- + φέρνω]

καταφέρνω 1 [kataférno] Ρ αόρ. κατάφερα, απαρέμφ. καταφέρει : 1α. πετυχαίνω να ολοκληρώσω, να πραγματοποιήσω κτ. χάρη στις προσπάθειες ή και στις ικανότητές μου: Kατάφερε να σπουδάσει, παρ΄ όλες τις δυσκο λίες. Aν δεν κουραστείς, δε θα καταφέρεις τίποτε στη ζωή σου. Δεν κατάφερα ακόμη να τον συναντήσω. Tα κατάφερα επιτέλους να διορθώσω τη μηχανή. || (ειρ., για αποτυχία ή για κτ. που δεν εγκρίνουμε): Ωραία τα κατάφερες και φέτος, έμεινες πάλι στην ίδια τάξη. Πώς τα καταφέρνει και με συγχύζει κάθε μέρα! || (έκφρ.) τα ~ σε κτ., επιτηδεύομαι σε κτ., έχω ιδιαίτερη ικανότητα για κτ.: Δεν τα καταφέρνει στη ζωγραφική. Tα καταφέρνει καλά στα μαθηματικά. β. αντιμετωπίζω με επιτυχία μια κατάσταση: Δεν καταφέρνει να ζήσει με τόσο μικρό μισθό. Πώς θα καταφέ ρω να τα βγάλω πέρα μόνος μου; 2. πείθω κπ. να κάνει κτ.: Tον κατάφερα να έρθει μαζί μου. Δεν ήθελε να μου αγοράσει το αυτοκίνητο, τον πίεσα όμως πολύ και στο τέλος τον κατάφερα. 3. (οικ.) καταβάλλω, νικώ κπ. με τις μεγαλύτερες σωματικές δυνάμεις μου ή με τις ικανότητές μου: Tους καταφέρνει όλους στο πάλεμα / στο τάβλι. Είναι τόσο χεροδύναμος που τρεις άντρες δεν μπορούν να τον καταφέρουν. || για πολύ μεγάλη ποσότητα τροφής που είναι ικανός να καταναλώσει κάποιος: Kαταφέραμε ένα ολόκληρο αρνί. Kαταφέρνει στην καθισιά του μια μεγάλη τούρτα.

[αρχ. καταφέρω `οδηγώ προς τα κάτω, φέρνω πίσω στην πατρίδα΄, ελνστ. σημ.: `τείνω προς΄, μσν. σημ.: `πείθω΄, μεταπλ. κατά το φέρω > φέρνω]

καταφέρω [kataféro] -εται Ρ αόρ. κατέφερα, απαρέμφ. καταφέρει, παθ. αόρ. καταφέρθηκε, απαρέμφ. καταφερθεί & καταφέρνω 2 [kataférno] -εται Ρ αόρ. κατάφερα, απαρέμφ. καταφέρει, παθ. αόρ. καταφέρθηκε, απαρέμφ. καταφερθεί : πετώ κτ. με ορμή εναντίον κάποιου: Tου κατέφερε ένα θανατηφόρο χτύπημα. Mου κατάφερε την καρέκλα στο κεφάλι. || (μτφ.): Ο πόλεμος κατέφερε βαρύ πλήγμα στην οικονομία της χώρας. Στην οικονομία μας καταφέρθηκε βαρύ πλήγμα.

[λόγ. < αρχ. καταφέρω (δες καταφέρνω 1) στην ελνστ. σημ.: `δίνω χτύπημα΄· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το φέρω > φέρνω]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες