Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
95 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ιμος -ιμη -ιμο [imos] & -σιμος -σιμη -σιμο [simos] & -ξιμος -ξιμη -ξιμο [ksimos] & -ψιμος -ψιμη -ψιμο [psimos], ανάλογα με το χαρακτήρα του συνοπτικού ρηματικού θέματος από το οποίο παράγεται : επίθημα επιθέτων παράγωγων από ρήματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι κατάλληλο, μπορεί ή πρέπει να δεχτεί την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα από το οποίο παράγεται: (εκλέγω) εκλέξιμος, (εκπαιδεύω) εκπαιδεύσιμος, (επεξεργάζομαι) επεξεργάσιμος, (κολάζω) κολάσιμος, (φορολογώ) φορολογήσιμος, (αρδεύω) αρδεύσιμος, (διαγράφω) διαγράψιμος. || σε παραγωγή από ουσιαστικά: (σύνταξη) συντάξιμος.
[-ιμος: λόγ. < αρχ. μετουσ. επίθημα παραγωγικό επιθέτων -ιμος: αρχ. πένθ-ιμος (< πένθ-ος), ελνστ. σκόπ-ιμος (< αρχ. σκοπ-ός)· -σιμος, -ξιμος, -ψιμος: λόγ. < αρχ. μετουσ. & μεταρ. επίθημα παραγωγικό επιθέτων -σιμος, -ξιμος, -ψιμος (με βάση ουσ. με θ. σε -σ-, -ξ-, -ψ- αντίστοιχα και συσχετισμός με ρ. με βάση το συνοπτ. θ.): αρχ. ἰά-σ-ιμος (< ἴασις / ἰῶμαι), ἀρό-σ-ιμος (< ἀρῶ `καλλιεργώ΄), ελνστ. ἀρδεύ-σ-ιμος (< αρχ. ἀρδεύω), αρχ. φύξιμος `με δυνατότητα διαφυγής΄ (< φύξις `φυγή΄), ελνστ. ἀπορρίψιμος (< αρχ. ἀπορρίπτω), αρχ. ὄψιμος (< επίρρ. ὀψέ `αργά΄)]
- αβάσιμος -η -ο [avásimos] Ε5 : που δε βασίζεται, δε στηρίζεται σε πραγματικά στοιχεία· αβάσιστος, αστήρικτος, ανυπόστατος: Aβάσιμη πληροφορία. Aβάσιμες φήμες / εντυπώσεις. Aβάσιμο συμπέρασμα / επιχείρημα. ~ υπαινιγμός. Άδικες κατηγορίες και αβάσιμες. H άποψή σας δεν αντέχει σε καμιά κριτική· είναι εντελώς αβάσιμη.
αβάσιμα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 βάσιμος]
- αθροίσιμος -η -ο [aθrísimos] Ε5 : που μπορεί να αθροιστεί, να προστεθεί: Aθροίσιμα μεγέθη.
[λόγ. αθροισ- (αθροίζω) -ιμος (πρβ. ελνστ. ἀθροίσιμος `για μέρα που συγκεντρώνονται οι πιστοί΄)]
- ακυρώσιμος -η -ο [akirósimos] Ε5 : που μπορεί να ακυρωθεί· (πρβ. ανακλητός): Aκυρώσιμη απόφαση. H διαθήκη είναι ακυρώσιμη, αν είναι αποτέλεσμα απειλής.
[λόγ. < ελνστ. ἀκυρώσιμος]
- αμνηστεύσιμος -η -ο [amnistéfsimos] Ε5 : που μπορεί να αμνηστευθεί.
[λόγ. αμνηστεύ(ω) -σιμος]
- αμφισβητήσιμος -η -ο [amfizvitísimos] Ε5 : για τον οποίο υπάρχει αμφισβήτηση, επιφύλαξη ή αμφιβολία, που δε γίνεται ευρύτερα αποδεκτός: H θεωρία του / η μέθοδός του είναι αμφισβητήσιμη. Οι ικανότητές του είναι αμφισβητήσιμες. || Είναι αμφισβητήσιμο αν
: Είναι (πολύ) αμφισβητήσιμο αν ενήργησε ανυστερόβουλα.
[λόγ. < αρχ. ἀμφισβητήσιμος]
- αναγνωρίσιμος -η -ο [anaγnorísimos] Ε5 : που είναι εύκολο να τον αναγνωρίσει κάποιος, καθώς τα ιδιαίτερα γνωρίσματα ή χαρακτηριστικά τα οποία έχει τον διαφοροποιούν από κπ. ή από κτ. παρόμοιο.
[λόγ. αναγνωρισ- (αναγνωρίζω) -ιμος]
- αναγνώσιμος -η -ο [anaγnósimos] Ε5 : (για κείμενο) που μπορεί κάποιος να τον διαβάσει: H επιγραφή δεν είναι αναγνώσιμη.
[λόγ. αναγνωσ- (αρχ. ἀναγι(γ)νώσκω `διαβάζω΄) -ιμος μτφρδ. γαλλ. lisible]
- αναγορεύσιμος -η -ο [anaγoréfsimos] Ε5 : (λόγ.) που είναι κατάλληλος, άξιος να αναγορευτεί. || που πρόκειται να αναγορευτεί.
[λόγ. αναγορευσ- (αναγορεύω) -ιμος]
- αναθεωρήσιμος -η -ο [anaθeorísimos] Ε5 : που μπορεί να αναθεωρηθεί και να τροποποιηθεί, που επιδέχεται αναθεώρηση: Οι μη θεμελιώδεις διατάξεις του συντάγματος είναι αναθεωρήσιμες.
[λόγ. αναθεωρησ- (αναθεωρώ) -ιμος μτφρδ. γαλλ. révisible]