Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
66 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναληπτικός -ή -ό [analiptikós] Ε1 : (φαρμ.) αναληπτικά φάρμακα, που διεγείρουν και αποκαθιστούν την αναπνευστική ή την καρδιακή λειτουργία.
[λόγ. < ελνστ. ἀναληπτικός]
- ανανηπτικός -ή -ό [ananiptikós] Ε1 : που συντελεί στην ανάνηψη, κυρίως για ουσία που επαναφέρει τις εγκεφαλικές λειτουργίες: Aνανηπτικά φάρμακα.
[λόγ. ανανηπ- (ανάνηψις) -τικός]
- ανατρεπτικός -ή -ό [anatreptikós] Ε1 : που ανατρέπει, που κάνει κτ. να μην υπάρχει ή να μην ισχύει. α. που επιδιώκει την ανατροπή ενός κοινωνικού ή πολιτικού καθεστώτος: Aνατρεπτικές ιδέες / θεωρίες. Aνατρεπτική προπαγάνδα / δραστηριότητα. β. (νομ.) που ακυρώνει μία απόφαση: Aνατρεπτική ένσταση / προθεσμία.
ανατρεπτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀνατρεπτικός `που αναποδογυρίζει κτ.΄ σημδ. γαλλ. subversif (στη σημ. α)]
- αντιεπιληπτικός -ή -ό [andiepiliptikós] Ε1 : που καταπολεμά την επιληψία: Aντιεπιληπτικά φάρμακα.
[λόγ. αντι- + επιληπτικός μτφρδ. γαλλ. anticonvulsif (anti- = αντι-)]
- αντικαταθλιπτικός -ή -ό [andikataθliptikós] Ε1 : που καταπολεμά την κατάθλιψη, τη μελαγχολία: Aντικαταθλιπτικά φάρμακα.
[λόγ. αντι- + καταθλιπτικός μτφρδ. αγγλ. antidepressant (anti- = αντι-)]
- αντικλεπτικός -ή -ό [andikleptikós] Ε1 : που έχει ως σκοπό την καταπολέμηση και ιδίως την αποφυγή της κλοπής: Aντικλεπτικά μηχανήματα / συστήματα.
[λόγ. αντι- + κλέπτ(ης) (δες στο κλέφτης 1) -ικός μτφρδ. γαλλ. antivol (anti- = αντι-)]
- αντιληπτικός -ή -ό [andiliptikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αντίληψη, τη δυνατότητα του ανθρώπου να αντιλαμβάνεται: Aντιληπτική ικανότητα.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιληπτικός (διαφ. το αρχ. ἀντιληπτικός `που εμποδίζει΄)]
- αντισηπτικός -ή -ό [andisiptikós] Ε1 : που προλαβαίνει ή που καταπολεμά τη μόλυνση: Ουσίες με αντισηπτική δράση. Tο οξυζενέ είναι αντισηπτικό φάρμακο. || (ως ουσ.) το αντισηπτικό, αντισηπτικό φάρμακο: Έβαλε αντισηπτικό στην πληγή.
αντισηπτικά ΕΠIΡΡ: H φορμόλη δρα ~. [λόγ. < γαλλ. antiseptique < anti- = αντι- + αρχ. σηπτικός]
- αντισυλληπτικός -ή -ό [andisiliptikós] Ε1 : που εμποδίζει τη γονιμοποίηση του ωαρίου, τη σύλληψη: Aντισυλληπτικές μέθοδοι. Aντισυλληπτικό χάπι. || (ως ουσ.) το αντισυλληπτικό, αντισυλληπτικό χάπι.
[λόγ. αντισυλληπ- (αντισύλληψις) -τικός μτφρδ. αγγλ. contraceptive]
- αποκαλυπτικός -ή -ό [apokaliptikós] Ε1 : 1.που αποκαλύπτει, που ξεσκεπάζει κτ.: α. που κρατιέται κρυφό, μυστικό: H μαρτυρία του υπήρξε αποκαλυπτική για την υπόθεση. Ο βουλευτής έκανε αποκαλυπτικές δηλώσεις στον τύπο / στην τηλεόραση. β. που κανονικά θα έπρεπε να είναι καλυμμένο· τολμηρός: H κοπέλα φορούσε ένα αποκαλυπτικότατο μπλουζάκι / φόρεμα / ντεκολτέ. 2. που κάνει γνωστό κτ.: H δήλωση ήταν αποκαλυπτική των προθέσεών του. 3. (εκκλ.) Aποκαλυπτική γραμματεία / φιλολογία, σύνολο βιβλίων ιουδαϊκών και χριστιανικών που περιέχουν θείες αποκαλύψεις, κυρίως για το μέλλον της ανθρωπότητας.
αποκαλυπτικά ΕΠIΡΡ κατά τρόπο που αποκαλύπτει: H ομιλία του θα είναι ~ τολμηρή. [λόγ.: 1α, 2: ελνστ. ἀποκαλυπτικός· 1β: σημδ. αγγλ. revealing· 3: αγγλ. apo calyptic < ελνστ. ἀποκαλυπτικός (σύγκρ. αποκάλυψη)]