Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
16 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -παραγωγός [paraγoγós] θηλ. -παραγωγός [paraγoγós] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα ουσιαστικά· δηλώνει το πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με την παραγωγή (συχνά σε επίπεδο βιοτεχνίας ή βιομηχανίας) αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: βαμβακο~, ελαιο~, καπνο~, σταφιδο~.
[λόγ. < ουσ. παραγωγός ως β' συνθ. με βάση το β' συνθ. -παραγωγή· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- -παραγωγός -ός / -ή -ό [paraγoγós] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη παραγωγή αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: βαμβακο~, καπνο~, σιτο~. || ηλεκτρο~, θερμο~, πετρελαιο~.
[λόγ. < -παραγωγός (ουσ.) ως β' συνθ. μτφρδ.: πετρελαιο-παραγωγός < αγγλ. oil producing]
- βαμβακοπαραγωγός -ός -ό [vamvakoparaγoγós] Ε16 : που παράγει βαμβάκι: H Ελλάδα είναι ~ χώρα. || (ως ουσ.) ο βαμβακοπαραγωγός, αγρότης που ασχολείται με την καλλιέργεια και την παραγωγή βαμβακιού: Οι βαμβακοπαραγωγοί διαμαρτύρονται για τις χαμηλές τιμές του βαμβακιού.
[λόγ. βαμβακο- + -παραγωγός]
- γαλακτοπαραγωγός -ός -ό [γalaktoparaγoγós] Ε16 : που παράγει γάλα: Γαλακτοπαραγωγά ζώα. || (ως ουσ.) ο γαλακτοπαραγωγός, αυτός που ασχολείται με την παραγωγή γάλακτος: Οι γαλακτοπαραγωγοί διαμαρτύρονται για την τιμή του γάλακτος.
[λόγ. γαλακτο- + παραγωγός]
- ελαιοπαραγωγός -ός -ό [eleoparaγoγós] Ε16 : που παράγει ελιές και λάδι: ~ επαρχία / περιοχή. || (ως ουσ.) ο ελαιοπαραγωγός, κτηματίας που ασχολείται με την καλλιέργεια ελαιόδεντρων και την παραγωγή ελαιοκάρπου και ελαιολάδου: Συνεταιρισμός ελαιοπαραγωγών. Οι ελαιοπαραγωγοί διαμαρτύρονται για τις νέες τιμές του ελαιολάδου.
[λόγ. ελαιο- 1 + παραγωγός]
- ηλεκτροπαραγωγός -ός / -ή -ό [ilektroparaγoγós] Ε16 : που παράγει ηλεκτρισμό: ~ χώρα. Hλεκτροπαραγωγό ζεύγος, συνδυασμός μιας κινητήριας μηχανής και μιας ηλεκτρικής γεννήτριας η οποία μετατρέπει το έργο που παράγει η κινητήρια μηχανή σε ηλεκτρικό ρεύμα.
[λόγ. ηλεκτρο- + παραγωγός]
- καπνοπαραγωγός -ός / -ή -ό [kapnoparaγoγós] Ε16 : για τόπο που παράγει μεγάλες ποσότητες καπνού: H Ελλάδα είναι ~ χώρα. || (ως ουσ.) ο καπνοπαραγωγός, καλλιεργητής και παραγωγός καπνού: Οι καπνοπαραγωγοί παρέδωσαν τα καπνά στους καπνεμπόρους.
[λόγ. καπνο- 2 + παραγωγός]
- μεταξοπαραγωγός -ός / -ή -ό [metaksoparaγoγós] Ε16 : που παράγει μετάξι: ~ χώρα.
[λόγ. μέταξ(α) -ο- + παραγωγός]
- οινοπαραγωγός -ός -ό [inoparaγoγós] Ε16 : που παράγει κρασί: ~ περιοχή / χώρα. || (ως ουσ.) ο οινοπαραγωγός, αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με την καλλιέργεια αμπελιών και την παραγωγή κρασιού: Συνεταιρισμός οινοπαραγωγών. Οι οινοπαραγωγοί ζητούν να απαγορευθεί η εισαγωγή κρασιών από το εξωτερικό.
[λόγ. οινο- + παραγωγός]
- παράγωγος η [paráγoγos] Ο36 : (μαθημ.) ~ (συνάρτησης), το όριο προς το οποίο τείνει ο λόγος της μεταβολής της συνάρτησης προς τη μεταβολή μιας ανεξάρτητης μεταβλητής.
[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. παράγωγος]