Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *οδοιπορ*
7 εγγραφές [1 - 7]
οδοιπορία η [oδiporía] Ο25 : η ενέργεια του οδοιπορώ: Έφτασε κατάκοπος από την ~.

[λόγ. < αρχ. ὁδοιπορία `περπάτημα΄]

οδοιπορικός -ή -ό [oδiporikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στην οδοιπορία ή στον οδοιπόρο: Οδοιπορικά έξοδα, η πρόσθετη αποζημίωση που πληρώνεται σε υπάλληλο ή στρατιωτικό ο οποίος ταξιδεύει για υπηρεσιακούς λόγους. || (γυμν.): Οδοιπορικό βήμα. 2. (ως ουσ.) α. το οδοιπορικό: α1. περιγραφή ταξιδιού με τη μορφή ξενάγησης: Στη σημερινή μας εκπομπή θα παρουσιάσουμε ένα οδοιπορικό στα Mετέωρα. α2. βιβλίο με ταξιδιωτικές εντυπώσεις. β. τα οδοιπορικά: β1. πρόσθετος χρόνος άδειας που δίνεται σε στρατιώτη ή υπάλληλο που θα ταξιδέψει μακριά από το μέρος όπου υπηρετεί: Δεκαήμερη κανονική άδεια για Ρόδο με τρεις μέρες οδοιπορικά. β2. τα οδοιπορικά έξοδα. οδοιπορικώς ΕΠIΡΡ με αργό βήμα.

[λόγ. < ελνστ. ὁδοιπορικός, ὁδοιπορικῶς]

οδοιπόρος ο [oδipóros] Ο18 : αυτός που οδοιπορεί: Οι οδοιπόροι της ειρήνης, αυτοί που συμμετέχουν σε πορεία ειρήνης. (έκφρ.) ασθενής και ~, για να δηλώσουμε ότι οι άρρωστοι και οι ταξιδιώτες απαλλάσσονται από διάφορες υποχρεώσεις και ιδίως από εκείνη της νηστείας.

[λόγ. < αρχ. ὁδοιπόρος `ταξιδιώτης΄]

οδοιπορώ [oδiporó] Ρ10.9α : περπατώ και διανύω σχετικά μεγάλη απόσταση.

[λόγ. < αρχ. ὁδοιπορῶ `περπατώ΄]

συνοδοιπορία η [sinoδiporía] Ο25 : 1.το να ακολουθεί κάποιος το δρόμο που χάραξε ένας πρωτοπόρος και συνήθ. μειωτικά, η υιοθέτηση της ιδεο λογικής γραμμής του κομμουνιστικού κόμματος. 2. (σπάν., παρωχ.) οδοιπορία μαζί με κπ. άλλον.

[λόγ.: 2: ελνστ. συνοδοιπορία· 1: σημδ. αγγλ. fellow-travel]

συνοδοιπόρος ο [sinoδipóros] Ο18 θηλ. συνοδοιπόρος [sinoδipóros] Ο35 : 1α.(μειωτ.) χαρακτηρισμός, που χρησιμοποιήθηκε από τη δεξιά παράταξη, για κπ. που ακολουθούσε τη γραμμή του κομμουνιστικού κόμματος, χωρίς όμως να ανήκει σε αυτό και να ταυτίζεται ιδεολογικά με αυτό. β. (σπάν.) αυτός που ακολουθεί την ιδεολογία ή τις αρχές κάποιου ο οποίος θεωρείται πρωτοπόρος: Ο Kαβάφης μπορεί να θεωρηθεί ~ του Έλιοτ και του Πάουντ. 2. (σπάν., παρωχ.) οδοιπόρος που ταξιδεύει με κπ. άλλον.

[λόγ. < αρχ. συνοδοιπόρος (1α: σημδ. αγγλ. fellow-traveller)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

συνοδοιπορώ [sinoδiporó] Ρ10.9α : 1.ακολουθώ την ιδεολογία ή τις ιδέες κάποιου. 2. (σπάν., παρωχ.) οδοιπορώ μαζί με κπ. άλλον.

[λόγ.: 2: ελνστ. συνοδοιπορῶ· 1: κατά τη σημ. του συνοδοιπόρος1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες