Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *λατρία*
17 εγγραφές [1 - 10]
-λατρία [latría] : β' συνθετικό σε σύνθετα αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει: 1. την κατάσταση, ιδιότητα ή συμπεριφορά που απορρέουν από τη στάση ζωής που συνεπάγεται η έννοια του ουσιαστικού σε -λάτρης από το οποίο παράγεται: προγονο~, προσωπο~. 2. τη λατρεία ως θεού αυτού που δηλώνει το α' συνθετικό: ειδωλο~, ζωο~, ηλιο~. || μοιρο~.

[λόγ. < ελνστ. -λατρία (< -λάτρης) ως β' συνθ.: ελνστ. εἰδωλο-λατρία & γαλλ. -lâtrie < ελνστ. -λατρία: ζωο-λατρία < γαλλ. zoolâtrie]

αρχαιολατρία η [arxeolatría] Ο25 : η υπερβολική εκτίμηση της αξίας του αρχαίου πολιτισμού: H ~ της Aναγέννησης.

[λόγ. < αγγλ. archeolatry < archaeo- = αρχαιο- + -latry = -λατρία]

δαιμονολατρία η [δemonolatría] Ο25 : η λατρεία των δαιμόνων, των κακοποιών πνευμάτων.

[λόγ. < γαλλ. démonolâtrie < ελνστ. δαιμονο- (δαίμων) + -lâtrie = -λατρία]

εγωλατρία η [eγolatría] Ο25 (χωρίς πληθ.) : υπερβολικός και παθολογικός εγωισμός· εγωπάθεια.

[λόγ. εγωλάτρ(ης) -ία]

ειδωλολατρία η [iδololatría] Ο25 : η λατρεία ειδώλων, κατασκευασμένων ομοιωμάτων θεότητας, ως φορέων του πνεύματός της και της δύναμής της, και κυρίως η αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή θρησκεία: H ~, και μαζί της και ο αρχαίος κόσμος, γνώρισαν μια τελευταία αναλαμπή στα χρόνια του Iουλιανού του Παραβάτη. || (γενικότ.) η λατρεία φυσικών ή κατασκευασμένων αντικειμένων ως φορέων θεϊκής δύναμης· (πρβ. φετιχισμός).

[λόγ. < ελνστ. εἰδωλολατρία]

εικονολατρία η [ikonolatría] Ο25 : (ιστ.) η θεολογική και εκκλησιαστική άποψη που αντιτάχθηκε στην εικονομαχική πολιτική ορισμένων βυζαντινών αυτοκρατόρων του 8ου και 9ου αι. και υποστήριξε τη λατρεία του Θεού μέσο των εικόνων.

[λόγ. < γαλλ. iconolâtrie < iconolâtr(e) < μσν. εικονολάτρ(ης) -ie = -ία]

ελληνολατρία η [elinolatría] Ο25 : εκδήλωση μεγάλου ή υπερβολικού θαυμασμού για τον ελληνικό πολιτισμό (συνήθ. της αρχαιότητας).

[λόγ. ελληνολάτρ(ης) -ία]

ζωολατρία η [zoolatría] Ο25 : η θρησκευτική λατρεία προς ζώο, η θεοποίηση ζώου· ζωοθεϊσμός: H ~ ήταν ευρύτατα διαδεδομένη στην αρχαία Aίγυπτο.

[λόγ. < γαλλ. zoolâtrie < zoo- = ζωο- 1 + -lâtrie = -λατρία]

κωπηλάτης ο [kopilátis] Ο10 θηλ. κωπηλάτρια [kopilátria] & κωπηλάτισ σα [kopilátisa] Ο27 : αυτός που κωπηλατεί: Δούλοι ή αιχμάλωτοι υπηρετούσαν στα πλοία ως κωπηλάτες. || αθλητής της κωπηλασίας.

[λόγ. < αρχ. κωπηλάτης· λόγ. κωπηλά(της) -τρια· κωπηλάτ(ης) -ισσα]

μοιρολατρία η [mirolatría] Ο25 : 1. φιλοσοφική άποψη σύμφωνα με την οποία όλα τα γεγονότα έχουν προκαθοριστεί αμετάκλητα από μια ανώτερη δύναμη· φαταλισμός. 2. η πεποίθηση ότι αυτό που ορίστηκε από τη μοίρα θα γίνει οπωσδήποτε, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ανθρώπινη επέμβαση.

[λόγ. μοιρολάτρ(ης) -ία]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες