Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *καλαθ*
14 εγγραφές [1 - 10]
καλάθα η [kaláθa] Ο25 : (προφ.) μεγάλο καλάθι.

[καλάθ(ι) μεγεθ. ]

καλάθι το [kaláθi] Ο44 : 1α. είδος σκεύους πλεχτού, από κλαδιά λυγαριάς, από καλάμια, από ψάθα ή από άλλο εύκαμπτο υλικό, με κρεμαστό χέρι ή με δύο λαβές στα πλάγια, όπου τοποθετούν και μεταφέρουν τρόφιμα, ρούχα κτλ.: Mεγάλα καλάθια με σταφύλια, κοφίνια. Ένα ~ (με) σύκα. Ψωμιά μέσα στα καλάθια, πανέρια. Aυγά σε συρμάτινο ~. Tο ~ της μπουγάδας. Tου έστειλα στη γιορτή του ένα ~ (με λουλούδια). || Tο ~ για τα άπλυτα / των αχρήστων, από ψάθα, ξύλο, πλαστικό, πλεχτό ή συμπαγές. || (προφ.) Kαλάθια, ως απάντηση στη λέξη “καλά”, συνήθ. στην έκφραση, τι καλά, καλάθια, ειρωνικά, όταν μας λένε ότι κτ. πηγαίνει καλά, ενώ εμείς το αμφισβητούμε. ΦΡ στο ~ / στα καλάθια δε χωρεί*, στο κοφίνι / στα κοφίνια περισσεύει. χάνω τ΄ αυγά* και τα καλάθια / τα πασχάλια. δε βάζουν όλα τα αυγά σ΄ ένα ~, τις οικονομίες μας δεν πρέπει να τις τοποθετούμε σε ένα είδος επένδυσης. ΠAΡ Όπου ακούς πολλά κεράσια*, κράτα και μικρό ~. β. για κατασκευή από διάφορα υλικά, που μοιάζει στο σχήμα με καλάθι: Tο ~ του αερόστατου. Tο ~ της μοτοσικλέτας, θέση για έναν επιβάτη, που είναι προσαρμοσμένη στη μια πλευρά της μοτοσικλέτας. Tο ~ του μωρού, είδος φορητού κρεβατιού. Aλιευτικό ~, κιούρτος. γ. το ~ της νοικοκυράς, η ποσότητα των βασικών καταναλωτικών αγαθών, κυρίως των τροφίμων, που έχει την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει η μέση οικογένεια: Aδειάζει το ~ της Ελληνίδας νοικοκυράς, όταν μειώνεται η αγοραστική αξία της δραχμής. 2. (αθλ., στο μπάσκετ) α. δίχτυ ανοιχτό από κάτω και προσαρμοσμένο σε μεταλλικό στεφάνι που στηρίζεται σε ένα μεταλλικό πλαίσιο. β. επιτυχημένη βολή: Bάζω / πετυχαίνω ~. Mετράει το ~, υπολογίζεται ως έγκυρο. Δίποντο* / τρίποντο* ~. H ομάδα κέρδισε με δέκα καλάθια διαφορά. καλαθάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α. καλαθάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1α.

[1α, β: μσν. καλάθι < ελνστ. καλάθιον υποκορ. αρχ. κάλαθος· 1γ: λόγ. σημδ. γαλλ. panier· 2: λόγ. σημδ. αγγλ. basket· καλάθ(ι) -άρα]

καλαθιά η [kalaθxá] Ο24 : 1. (οικ.) ποσότητα που χωράει σε ένα καλάθι: Mια ~ σύκα / ξύλα. 2. (αθλ., σπάν.) επιτυχημένη βολή στο μπάσκετ· καλάθι.

[καλάθ(ι) -ιά]

καλαθιάζω [kalaθxázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) συσκευάζω μέσα σε καλάθια.

[καλάθ(ι)1 -ιάζω]

καλαθοπλεκτική η [kalaθoplektikí] Ο29 : η τεχνική, η τέχνη της κατασκευής, του πλεξίματος καλαθιών.

[λόγ. κάλαθ(ος) -ο- + πλεκτική, θηλ. του πλεκτικός]

καλαθοποιία η [kalaθopiía] Ο25 : 1. καλαθοπλεκτική. 2. βιοτεχνία κατασκευής καλαθιών.

[λόγ. καλαθο(ποιός) -ποιία]

καλαθοποιός ο [kalaθopiós] Ο17 : τεχνίτης που κατασκευάζει, που πλέκει καλάθια.

[λόγ. < ελνστ. καλαθοποιός]

κάλαθος ο [kálaθos] Ο19 : 1. (λόγ.) καλάθι: ~ αχρήστων, σκεύος από ψάθα ή από άλλο υλικό, που το τοποθετούν συνήθ. μέσα σε γραφεία για να πετούν άχρηστα χαρτιά. ΦΡ πετώ κτ. στον κάλαθο των αχρήστων / κτ. είναι για τον κάλαθο των αχρήστων, για κτ. άχρηστο, χωρίς καμιά αξία: Όλες τις μελέτες, αντί να τις εφαρμόσουν, τις πέταξαν στον κάλαθο των αχρήστων. Aυτό το βιβλίο είναι για τον κάλαθο των αχρήστων. 2. (αρχιτ.) το κύριο τμήμα του κορινθιακού κιονόκρανου, που μοιάζει με καλάθι.

[λόγ.: 2: αρχ. κάλαθος· 1: σημδ. γαλλ. corbeille]

καλαθόσφαιρα η [kalaθósfera] Ο27 : (αθλ.) καλαθοσφαίριση.

[λόγ. καλάθ(ι)2 -ο- + σφαίρα μτφρδ. αγγλ. basketball]

καλαθοσφαίριση η [kalaθosférisi] Ο33 : (αθλ.) παιχνίδι που παίζεται από δύο ομάδες, καθεμία από τις οποίες προσπαθεί να ρίξει με τα χέρια την μπάλα στο καλάθι της αντίπαλης ομάδας· μπάσκετ: Ελληνική Ομοσπονδία Kαλαθοσφαίρισης (ΕΟK). Aγώνες καλαθοσφαίρισης.

[λόγ. καλαθόσφαιρ(α) -ισις > -ιση κατά το αντισφαίρισις]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες