Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *ιστί
10 εγγραφές [1 - 10]
-ιστί [istí] : επίθημα για το σχηματισμό επιρρημάτων από εθνικά συνήθ. ουσιαστικά· δηλώνει τη χρήση στο γραπτό ή προφορικό λόγο της γλώσσας που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (Άγγλος) αγγλιστί, (Γάλλος) γαλλιστί, (Έλληνας) ελληνιστί, (Λατίνος) λατινιστί. || (βάρβαρος) βαρβαριστί, (παπαγάλος) παπαγαλιστί.

[λόγ. < αρχ. μετον. επίθημα επιρρ. δηλωτικό ομιλίας -ιστί: αρχ. βαρβαρ-ιστί, ελνστ. Ἑβρα-ϊστί]

αγγλιστί [aŋglistí] επίρρ. : (λόγ.) σε αγγλική γλώσσα, στα αγγλικά.

[λόγ. Άγγλ(ος) -ιστί]

ακροβολιστί [akrovolistí] επίρρ. : (λόγ., συνήθ. στρατ.) ακροβολιστά.

[λόγ. ακροβολιστ(ής) -ί 3 κατά το ακροποδητί]

αραβιστί [aravistí] επίρρ. : (λόγ.) σε αραβική γλώσσα, στα αραβικά.

[λόγ. αραβ(ικός) -ιστί κατά το ελληνιστί]

αρχαϊστί [arxaistí] επίρρ. : κατά τρόπο που μιμείται την αρχαία ελληνική γλώσσα.

[λόγ. αρχα(ϊκός) -ιστί κατά το ελληνιστί]

γαλλιστί [γalistí] επίρρ. : (λόγ.) σε γαλλική γλώσσα, στα γαλλικά.

[λόγ. Γάλλ(ος) -ιστί]

ελληνιστί [elinistí] επίρρ. : (λόγ.) στην ελληνική γλώσσα· ελληνικά.

[λόγ. < αρχ. ἑλληνιστί]

λατινιστί [latinistí] επίρρ. : (λόγ.) στη λατινική γλώσσα: H επιγραφή είναι γραμμένη ~.

[λόγ. Λατίν(ος) -ιστί κατά το ελληνιστί]

νεοελληνιστί [neoelinistí] επίρρ. : (λόγ.) στη νέα ελληνική γλώσσα, στα νέα ελληνικά.

[λόγ. Nεοέλλην (δες στο Nεοέλληνας) -ιστί]

παπαγαλιστί [papaγalistí] επίρρ. : (λόγ.) με τρόπο παπαγαλίστικο.

[λόγ. παπαγάλ(ος)2 -ιστί]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες