Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *δήποτε
8 εγγραφές [1 - 8]
-δήποτε [δípote] : επίθημα για το σχηματισμό: 1. αναφορικών αντωνυμιών παράγωγων από άλλες αναφορικές αντωνυμίες· οι νέες αντωνυμίες διατηρούν την κλίση που είχαν και πριν από την παραγωγή. α. επιτείνει την αοριστολογική σημασία των αντωνυμιών αυτών: (όποιος) οποιοσδήποτε, (ό,τι) οτιδήποτε. Έλα οποιαδήποτε ώρα θέλεις. Για οποιονδήποτε λόγο / οποιαδήποτε πληροφορία απευθυνθείτε στη γραμματεία. β. προσδίδει αοριστολογική σημασία στις αντωνυμίες αυτές: (όσος) οσοσδήποτε. 2. αναφορικών επιρρημάτων παράγωγων από άλλα επιρρήματα ή συνδέσμους· επιτείνει την αοριστολογική σημασία τους: (όποτε) οποτεδήποτε, (όπου) οπουδήποτε.

[αρχ. -δήποτε (< δή ποτε `κάποτε΄) ως β' συνθ.: αρχ. οἱοσδήποτε]

οιοσδήποτε οιαδήποτε οιονδήποτε [iozδípote] αντων. αόρ. αναφ. (βλ. Ε5) : (λόγ.) οποιοσδήποτε: Οιαδήποτε στιγμή / ώρα. || (ως ουσ.): Δεν είναι δυνατόν ο ~ να έχει τέτοιες απαιτήσεις.

[λόγ. < αρχ. οἱοσδήποτε `τέτοιου είδους΄]

οποιοσδήποτε οποιαδήποτε οποιοδήποτε [opxozδípote] αντων. αόρ. αναφ. (βλ. Ε4) : 1. σε θέση επιθέτου (οποιοδήποτε θέμα) ή ουσιαστικού (~ θελήσει μπορεί να έρθει)· τη χρησιμοποιεί ο ομιλητής όταν θέλει να εκφράσει έντονη αοριστία· όποιος τυχόν: ~ μπορεί να δηλώσει συμμετοχή, ο καθένας, όλοι. Δεν μπορείς να απευθυνθείς σε οποιονδήποτε, στον καθένα. Οποιαδήποτε στιγμή / ώρα, κάθε στιγμή. Πάντα κάνει οποιαδήποτε δουλειά, όποια δουλειά να ΄ναι. || με την αντωνυμία άλλος για τις περιπτώσεις που ο ομιλητής, αφού εξαιρέσει κπ. ή κτ., αδιαφορεί για το ποιος ή ποιο θα το(ν) αντικαταστήσει: Aς πάει ~ άλλος εκτός από μένα. Aς είναι οποιαδήποτε άλλη δουλειά εκτός από αυτήν. Aς πληρώσει ~ άλλος, αρκεί να μην πληρώσουμε εμείς. 2. με το αόριστο άρθρο, στη θέση επιθέτου για να δηλωθεί εντονότερα η αοριστία (απουσία ακριβούς προσδιορισμού), αδιαφορία ή παραχώρηση ως προς αυτό που εκφράζει το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό· όποιος, ένας τυχών: Παίρνουμε ένα οποιοδήποτε γεωμετρικό σώμα, ένα τυχόν γεωμετρικό σώμα. 3. (συνήθ. μειωτ.) ουσιαστικοποιημένο κυρίως στο αρσενικό γένος και πάντα με το οριστικό άρθρο· ο πρώτος τυχών, ο καθένας: Δεν μπορεί ο ~ να έρχεται και να μας ελέγχει. Εγώ δεν είμαι ο ~· είμαι ο καλύτερός σου φίλος.

[λόγ. < αρχ. φρ. ὁποῖος δήποτε `κάποιος κάποτε΄]

οποτεδήποτε [opoteδípote] επίρρ. χρον. : με αόριστη αναφορά σε οποιαδήποτε περίπτωση ή χρονική στιγμή, χωρίς χρονικούς περιορισμούς: Mπορεί να χρησιμοποιηθεί εύκολα οπουδήποτε, ~, από οποιονδήποτε. || στη θέση χρονικού συνδέσμου προσδιορίζει πράξη η οποία θα συμβεί αόριστα κάποια, κατά την κρίση του υποκειμένου της πρότασης, στιγμή στο μέλλον: ~ το χρειαστείς, θα σου το δώσω. Έλα ~ θέλεις. || με παραχωρητική πρόταση: Δε θα μας ανησυχήσεις, ~ κι αν έρθεις.

[λόγ. < αρχ. φρ. ὁπότε δή… με προσθήκη του ποτέ κατά το οπουδήποτε μτφρδ. αγγλ. whenever]

οπουδήποτε [opuδípote] επίρρ. τοπ. : με αόριστη αναφορά σε οποιοδήποτε σημείο ή χώρο, χωρίς τοπικό περιορισμό· όπου τυχόν, όπου να ΄ναι: Mπορούμε να συναντηθούμε ~ και οποτεδήποτε θέλεις, όπου. Είναι εύκολο ρούχο· φοριέται ~. Άφησέ το ~. || με εναντιωματική ή παραχωρητική πρόταση: ~ και να ρωτήσετε, θα βρείτε τις ίδιες τιμές. ~ κι αν το κρύψεις, θα το βρουν.

[λόγ. < ελνστ. ὁπουδήποτε μτφρδ. (ελνστ.) του λατ. ubicumque]

οπωσδήποτε [opozδípote] επίρρ. : σε κάθε περίπτωση: Θα περάσω ~ από το σπίτι σας για να σας δω. || με χρονικό επίρρημα, δηλώνει με ακόμη μεγαλύτερη βεβαιότητα το χρόνο τέλεσης μιας πράξης: Θα φύγουμε ~ αύριο. || συχνά για να τονίσει την επιτακτική ανάγκη: Πρέπει να τον εξετάσει ~ και ένας ειδικός γιατρός.

[λόγ. < αρχ. φρ. ὅπως δήποτε]

οσοσδήποτε οσηδήποτε οσοδήποτε [osozδípote] αντων. αόρ. αναφ. (βλ. Ε3) : σε θέση επιθέτου (~ χρόνος) ή συνήθ. ουσιαστικού (οσοιδήπο τε θελήσουν)· τη χρησιμοποιεί ο ομιλητής, όταν θέλει να εκφράσει έντο νη αοριστία· όσος και αν: Οσοιδήποτε κι αν έρθουν θα χωρέσουν.

[λόγ. < αρχ. ὁσοσδήποτε (μαρτυρείται μόνο στην ιων. διάλ.: ὅσος δή κοτε)]

οτιδήποτε [otiδípote] αντων. αναφ. (άκλ.) : 1. σε θέση ουσιαστικού χρησιμοποιείται όταν ο ομιλητής θέλει να εκφράσει έντονη αοριστία· ό,τι τυχόν, οποιοδήποτε πράγμα, γεγονός, συμβάν κτλ.: ~ θελήσεις θα το έχεις. ~ έλεγε τον κατηγορούσαν. 2. (προφ.) σε θέση επιθέτου, μπορεί να προσδιορίζει ουσιαστικό είτε (συχνότερα) ουδέτερου γένους είτε (σπανιότερα) αρσενικού ή θηλυκού· οποιοσδήποτε: ~ θέμα προκύψει έλα να με βρεις. ~ δουλειά του βάλεις θα σου την τελειώσει.

[λόγ. < αρχ. ὅ τι δήποτε (μαρτυρείται μόνο στην ιων. διάλ.: ὅ τι δήκοτε)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες