Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *αδάκι*
5 εγγραφές [1 - 5]
-αδάκι [aδáki] : υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα· (πρβ. -άκι): (πέτρα) πετραδάκι· (φτωχός) φτωχαδάκι.

[σύνθετο επίθημα < ουσ. (αρχικά υποκορ.) -άδ(ι) με προσθήκη του υποκορ. -άκι: πε τρ-άδ(ι) > πετραδ-άκι & < ουσ. με θ. σε -αδ- με προσθήκη του υποκορ. -άκι: ντολμ-αδ- (ντολμάς) > ντολμαδ-άκι και επέκτ. σε άλλα ουσ.: φτωχ-αδάκι]

παπαδάκι το [papaδáki] Ο44α : μικρό παιδί που βοηθάει τον ιερέα στην τέλεση της λειτουργίας· παπαδοπαίδι2: Δυο παπαδάκια κρατούσαν τα εξαπτέρυγα.

[παπαδ- (παπάς) -άκι]

πετραδάκι το [petraδáki] Ο44α : μικρή πέτρα.

[μσν. πετραδάκι < πετρά δ(ι) -άκι]

τροχαδάκι το [troxaδáki] Ο44α : (οικ.) τροχάδην.

[τροχάδ(ην) -άκι]

φτωχαδάκι το [ftoxaδáki] Ο44α : (συναισθ.) ο φτωχός.

[φτωχ(ός) -αδάκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες