Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *έζος
4 εγγραφές [1 - 4]
-έζος [ézos] θηλ. -έζα [éza] : επίθημα για το σχηματισμό εθνικών ονομάτων από τα αντίστοιχα ονόματα χωρών: (Δανία) Δανέζος), (Kίνα) Kινέζος, (Πορτογαλία) Πορτογαλέζος. || από ονόματα πόλεων: (Γένοβα) Γενοβέζος.

[ιταλ. επίθημα -es(e) -ος: Δανέζος < ιταλ. danese -έζος· -έζ(ος) ]

Εγγλέζος ο [eŋglézos] Ο18 θηλ. Εγγλέζα [eŋgléza] Ο25 : (οικ.) ο κάτοικος της Aγγλίας. ΦΡ είναι ~ στα ραντεβού του, έρχεται ακριβώς στη συμφωνημένη ώρα, όπως οι Εγγλέζοι. εγγλεζάκι το YΠΟKΟΡ.

[παλ. αγγλ. πληθ. Εngle με επίδρ. του ιταλ. Ingles(e) -ος· Εγγλέζ(ος) -α]

Λονδρέζος ο [lonδrézos] Ο18 θηλ. Λονδρέζα [lonδréza] Ο25 : ο κάτοικος του Λονδίνου.

[λόγ. επίδρ. στο Λοντρέζος < ιταλ. Londr(ese) -έζος < Londra < αγγλ. London `Λονδίνο΄· Λονδρέζ(ος) -α]

ομοτράπεζος ο [omotrápezos] Ο20 : (λόγ.) συνδαιτυμόνας.

[λόγ. < αρχ. ὁμοτράπεζος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες